Saturday, October 27, 2012

MUST BE THE SEASON OF A DREAMTIME





Ανάμεσα στις φυλλωσιές της ηδείας
Υγρής νύχτας ενός κόσμου που είχε

πλέον

Εξωκοίλει αποφασιστικώς της όλης
Ιστορίας θεών,ανθρώπων καθώς και

των πεπρωμένων,

Και

Γύρω απ' τα αειθαλή, άχρονα δένδρα
Που υψώνονταν στον ουρανό ως εάν

Χρωματιστοί θόλοι με τις ακτίνες ενός
Ηλίου τόσον ασυνήθιστου όσο και μια

ζωή ανθρώπου

να διασχίζουν

τους 

Φυοβολούντες ακόμα κλάδους, έλεγαν
Πως εφύοντο επίσης οι νεότευκτες και

Άπηκτες ακόμα περιγραμμώσεις των 
Γενεών· κατά μήκος μάλιστα του ενός

Και μοναδικού ξέφωτου δρόμου ο οποίος
Οδηγούσε από το μεγάλο δάσος προς τον

οιονεί παράπλευρο κόσμο

του πραγματικού,

Παρετάσσοντο οι σκιές των ανθρώπων
Που οσαύτως ενέμεναν ως οι στιγμιαίοι

θύλακες του ονειρικού

Προετοίμαζοντας μίαν επίγνωση όλως
Προσωπική για τον καθένα ξεχωριστά·

Ανατολικά 

Του δάσους εμφανιζόταν ένας αστρικός 
Ποταμός που στα νερά του επέτρεχε μία

γνώση

ρέουσα τους κόσμους  

με εξακολουθητικό αυτοματισμό

Ωσάν γαλακτώδεις φυσαλλίδες εντός του 
Ισχυροτάτου βεληνεκούς των βλεμμάτων 

των παιδιών

Και υπερυψωμένες εν αιωρήσει πάνω απ'
Τις κεφαλές ακόμη και των λευκοχρύσων 

υαλωδών αετών

Που περιπολούσαν στο πορφυρό στερέωμα
Σαν οι απέριττες μοναχικές προρρήσεις της 

αιωνιότητας·

Υπήρχε μια πρωτόγνωρη ονειρική μαγεία
Διάχυτη στην όλη μυστική επικράτεια και 

οι ανθρώπινες σκιές 

κάποτε 

σιγοφλέγοντο

Σαν από μακρούς χρόνους και σαν να ήταν
Οι δάδες της αιώνιας ζωής, ενώ τα χαμηλά

σπίτια στο δάσος

Ωμοίαζαν με απρόσιτα μυστικά παλάτια
Εντός των οποίων δεν εφαίνετο κανένας

ένοικος

εκτός από ένα Όραμα που εμπεριείχε

πυρ και είδος· 

Ο χρόνος δεν υπήρχε, μονάχα η αίσθησή
Του σε κάτι που λαμβανόταν ως ο βαρύς

Αναβηματισμός ενός μεγίστου αρχαϊκού 
Πνεύματος που συνετελείτο σε ύδωρ και

Πηλό,

Και στο κέντρο της επικράτειας ένα τοτέμ·
Ήταν εκεί αμελητέο, σχεδόν απαρατήρητο

Με την έκφραση θυμώδη και το βλέμμα να
Πηγαινοέρχεται σαν ζωντανό από εδώ και

από κει

Παρακολουθώντας με πλανητική βουλιμία 
Τα πάντα γύρω του· θα 'λεγε δε κανείς πως

Ήταν φυλακισμένο μέσα στην ονειρική ύλη
Του δάσους, και παρόλο που έδειχνε σαφώς

Πως ήθελε να κατακτήσει εκείνον τον κόσμο
Τον τόσο διάφορο του ισχύοντος, εν τούτοις

Η ίδια λατρευτική του υπόσταση μάλλον το
Απάγορευε· περιορισμένο σε ένα κτίσμα από

Πέτρα και χρυσό το μόνο που μπορούσε να
Κάνει ήτανε να κινεί αριστερά και δεξιά τα

αγριεμένα μάτια του,

Υπάρχω, φώναζε στις ανθρώπινες σκιές,
Μην νομίζετε πως δεν υπάρχω, δεν είμαι 

μόνο μια πίστη, 

υπάρχω,  

συνέχιζε να τους λέει

Αλλά η ερημιά ολόγυρα απλά του επέστρεφε
Τα απαράληπτα λόγια του· να πείτε σ' όλους

τους ανθρώπους

Όταν τους επισκέπτεσθε στα όνειρα και τις
Σκέψεις τους, πως μονάχα αυτοί φταίνε για 

τη μοίρα τους, 

έλεγε με μίσος ανεξέλεγκτο,

Ό,τι κάνουν και δεν κάνουν επιστρέφει σε
Αυτούς, μονάχα με την τιμωρία μαθαίνουν,

συμπλήρωνε 

με κάποια κρυφή ευχαρίστηση, 

Ενώ ευθύς έφαινε προς το βάθος του ορίζοντα
Και ο πύρινος τροχός του σύμπαντος που ήταν

ωστόσο εγκαταλελειμμένος πλέον

σαν σκουριασμένο παλιοσίδερο

στην μάντρα του γαλαξία,

Ο άνθρωπος είναι ατελές ον, το ακούτε; σας
Λέω πως χρειάζεται οπωσδήποτε έν' αφέντη!

κραύγαζε απελπισμένα 

αλλά και με κάποια

κωμική χροιά στην απελπισία του,


Ενώ οι ελάχιστες σκιές που τύγχανε να τον
Ακούσουν δεν του έδιδαν καμμιά σημασία

αλλά και καμμιά εμπιστοσύνη

Καθώς επιχειρούσε ολοένα και πιο πολύ 
Να ελευθερωθεί από τη χιλιοδοξασμένη

χιλιόχρονη


ακινησία του·

Τα σύννεφα που ακουμπούσαν τη γη τον 
Προσπερνούσαν αργοπορημένα και όλως

αδιάφορα,

Τα ζώα τρέχαν όπως πάντοτε ελεύθερα στο
Δάσος, οι σκιές συνέχιζαν να επισκέπτονται

ακόμα πιο ελεύθερα

τους ανθρώπους στον 

παράπλευρο κόσμο,

Kαι οι άνθρωποι, δεν έδειχναν ακόμα να
Αντιλαμβάνονται πλήρως την δική τους
  
ελευθερία,

Ανά καιρούς μάλιστα και από λανθασμένη
Έξη, συνήθιζαν να ανάβουν ένα κερί στους 

ναούς, 

όμως δεν έμενε κανείς

εκεί μετά να δει τη φλόγα 

Που παλεύοντας να μην απαλλαγεί ποτέ
Από το κερί, το κατέκαιγε κάποια στιγμή

ολοσχερώς·




Saturday, October 20, 2012

PAUL DUKAS, ALBERT ROUSSEL: Two major French symphonies



Ο Paul Dukas (1865-1935) υπήρξε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στην γαλλική κλασσική μουσική και αυτό γιατί αν και άφησε πίσω του όλα κι όλα δώδεκα έργα μόνο (τα υπόλοιπα φρόντισε να τα καταστρέψει ο ίδιος), εν τούτοις η ποιότητά τους είναι τέτοια, ώστε δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τον αγνοήσει.
Η μοναδική Συμφωνία που συνέθεσε κατά το έτος 1895, είναι ένα πραγματικό αριστούργημα, το οποίο κατά τη γνώμη μου, άνετα στέκεται δίπλα στην συμφωνία του Chausson και τις συμφωνίες του D'Indy, αν δεν προπορεύεται κιόλας κατά τι.

Μπορείτε να ακούσετε την "Symphony In C Major" του Paul Dukas στο άνω βίντεο με τον Pascal Tortelier να διευθύνει την Φιλαρμονική Ορχήστρα του BBC.

Στα δύο κάτω βίντεο επίσης, μπορείτε να ακούσετε άλλο ένα αριστούργημα, την Τρίτη Συμφωνία του Albert Roussel (1869-1937) με τον Neeme Järvi να διευθύνει την Detroit Symphony Orchestra.

Η μουσική του Albert Roussel θα έλεγα ότι μου αρέσει πολύ· ο όψιμος νεοκλασσικισμός του καίτοι απέχει σε κάποιο βαθμό από το να χαρακτηριστεί τυπικά "γαλλικός", τόσο από ορχηστρική άποψη όσο και σε εσωτερική δομή, εν τούτοις παραμένει γαλλικός με ένα τρόπο πλήρως ιδιοσυγκρασιακό.
Ακόμα και αν αφαιρούσαμε τις καθαρά γαλλικές, ιμπρεσσιονιστικές επιρροές από τον Debussy (που σε αυτήν την Τρίτη Συμφωνία που εγράφη κατά τα έτη 1929-1930, έχουν μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό και αφού ήδη δηλώσαν την παρουσία τους στην Πρώτη και την αριστουργηματική Δεύτερη Συμφωνία του συνθέτη), το αποτέλεσμα και πάλι θα παρέπεμπε σαφώς σε έναν συμφωνικό ήχο που αν και κατά τόπους "βαρύς" στις συγχορδίες, εν τούτοις παραμένει πάντοτε "πτητικός" με καθαρά γαλλικό τρόπο.

.

.



  

Saturday, October 13, 2012

ANIMA MUNDI, CORPUS VENI ATRAE


Ήταν, ελέχθη κι αργότερα, πλήρως
Αθέατη, ή τουλάχιστον, όχι εύκολα 

ορατή

Αυτή η όψη του κόσμου· εξ όλων δε
Των εκτάσεων που εμπεριεκλείοντο  

μεταξύ

Του Αρχανγκέλσκ από τον βορρά και
Της Σουραμπάγια νότια της μεγάλης 

ηπείρου

Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένας
Κήπος· οι πελώριοι φράχτες του ήταν

Φτιαγμένοι από' να ύαλο πολύ λεπτό,
Καθώς και γαλακτόπετρα, λαζουλίτη

και χρυσόλιθο

Που έχτιζαν από μέσα τα ουράνια και
Οριοθετούσανε το οχυρό ενός ονείρου

Στη διαστολή του προς την οικουμένη,
Ενώ στην εσώτερη περιοχή του Κήπου  

φύοντο όλως

Τα λευκά και τα κόκκινα άνθη, αλλά
Κι άνθη πολύφωτα και αστρικά που  

Εκυμαίνοντο σαν από απαλό αεράκι ως 
Εάν πληθυσμοί μιας ποίησης άγνωστης  

ακόμα

Στη γραπτή ποίηση του κόσμου τούτου·  
Ομοίως από το πλέον δυτικό δάσος της

Μπαθρούν

Έως το

Ανατολικότερο άκρο της όλης ηπείρου  
Και ακόμα πιο πέρα από τα αλλόκοτα 

παράλια 

Του Τσινγκντάο, ο Κήπος είχε σχεδόν
Αναχωματώσει σε θάμβος πανεδεμικό

Κάθε τι το προϋπάρξαν γεωφυσικό και
Περιεχόμενο εντός των ορίων κρατών

και πόλεων,

Δεν εφαίνετο τίποτε πλέον εκ πάσης
Της ανθρωπίνου συνωθήσεως αλλά

ουδέν

Ακόμα, είναι αλήθεια, εκ παρουσίας
Άλλων μορφών ζωής πέρ' από σκιές

Που θα μπορούσε να τις αποκαλέσει 
Κάποιος και ως άφθαρτα φάσματα 

των

κατοίκων της γης,

Ήταν απλώς εκεί και έδειχναν κάτι να
Περιμένουν, και παρόλο που ο Κήπος

Παρέπεμπε δι' όλης της οπτικής του σε
Έναν παράδεισο, εν τούτοις η μάλλον

Σκοτία προοπτική του που χανόταν σε
Ένα αιώνια βαθυρόδινο ηλιοβασίλεμα 

το οποίο έμοιαζε να υποδύεται

την ανατολή,

Απέκλειε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, χωρίς
Όμως κατ' ανάγκην να μην το υιοθετεί·

Συνήθως κυριαρχούσε η σιωπή παντού
Όμως ανά όχι τόσο σπάνια διαστήματα 

Έρχονταν ξανά σαν από μεμακρυσμένη
Ηχώ οι στυγεροί θόρυβοι της εξωτερικής 

ζωής 

οι οποίοι

Και διεκδικούσανε την επικράτεια του
Κήπου κυριολεκτικά στα τυφλά· ήταν

Άγνωστο το τι ζητούσε ο καθένας από
Τους ανθρώπους ξεχωριστά κι ακόμα 

περισσότερο εκκρεμές

το τι επεδίωκαν όλοι ομού

σε ένα πλήθος

Όποτε επιχειρούσαν να κινηθούν αν 
Όχι προς τη γη της επαγγελίας, τότε

σίγουρα

στην επαγγελία μιας γης· 

Εκεί μέσα, λέγανε μεταξύ τους, ζουν
Κάποιοι που πιθανώς είμαστε εμείς,

Ή τουλάχιστον ομοιάζουν πολύ με 
Μας, συμπλήρωναν αναφερόμενοι   

στα άφθαρτα φάσματα 

που θρυλούντο πως υπήρχαν

στο Κήπο,

Μην έχοντας ωστόσο ποτέ ξεχωρίσει
Μία ακόμη αμυδρά μορφή ανάμεσα

στα

Ομοιώματά τους που επιθυμούσε να
Διαφεύγει πάντοτε κάθε παρουσίας

Θεών, των ανθρώπων και όλων των
Φασμάτων τους· ήταν εκεί σαν από

αιώνες παρατημένη θεά

με μια μεγάλη νύχτα να ανασαίνει

μέσα από το σώμα της

Σπάζοντας στα χέρια της συνεχώς ένα 
Ρόδι και βάφοντας τον ουρανό με τον

χυμό του,

Δεν αναζητούσε, είπαν ακόμη, να δει
Τους άνθρωπους και να μιλήσει μαζί

τους, 

δεν είχε δηλώσει

ποτέ τι ανέμενε·

Ένα βράδυ την περάσαν για ζητιάνα
-αν και πολύ όμορφη ζητιάνα- στους 

δρόμους του Ισλαμαμπάντ

και θέλησαν να την διώξουν,

Τι ζητάς Ντάνα εδώ, της είπαν χωρίς
Να γνωρίζουν από πριν το όνομά της

Και χωρίς να τους το έχει αποκαλύψει
Κανείς, όμως η νεαρή θεά τους έτρεψε

σε 

Φυγή με μια άδεια ματιά σαν σύμπαν·
Ο κόσμος δεν ημπορούσε να νοήσει τι

ήθελε και για ποιο λόγο

έκανε αυτές τις κινήσεις,  

Τα λόγια της

Ήτανε συνήθως τόσο ακατάληπτα ώστε
Περισσότερο σαφή δεν θα μπορούσε να

είναι, 

Η 

Ομορφιά της ήταν τόσο εξώκοσμη και
Ασυνήθιστη ώστε δεν υπήρχε γυναίκα

στην

Οικουμένη που κατά κάποιο τρόπο να
Μην παραπέμπει σε αυτήν, και ακόμα

Η περιπλάνησή της ήταν τόσο άσκοπη
Ώστε πάντα κατευθυνόταν με ακρίβεια

στον προορισμό της,

Κατά τις μεγάλες αστρασιατικές νύχτες
Μάλιστα, γύριζε στο Κήπο της όπου και 

παρέμενε

σιωπηλή,

Με το βλέμμα αμείλικτα παιδικό
Και συνεχίζοντας να βάφει με το 

πόδι της 

το

μεγάλο όνειρο του κόσμου·



Sunday, October 7, 2012

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ



Η Φωτιά είναι ο γάμος του πνεύματος
Με την ιώβεια αλήθεια, Νόε, και αυτή

η Γη,

Η γη του σκότους και των τιτάνων,
Η γη του ψεύδους και της  μεγάλης

Κατάληψης παντός του απτού που
Έφαινε κατά την αυγή ως η χρυσή 

κερδοφόρος αμνησία 

του σύμπαντος,

Δεν είναι παρά το προϊόν μιας δόξας
Που κατεβίβασε από τα ουράνια την

Ίδια την ουσία τους ανεστραμμένη,
Έλεγε η αδιευκρίνιστη φθινοπωρινή

γυναίκα

Προς τον διαβάτη που την κοιτούσε
Συλλογισμένος στο μεταίχμιο εκείνο

Όπου ο άνθρωπος παύει να είναι πια
Άνθρωπος και ο θεός ακόμα δεν έχει

συνειδητοποιήσει τον εαυτό του,

Ενώ τα αιωνικά πτηνά εφάνταζαν
Στο μαυροκόκκινο στερέωμα σαν

τα κύματα

Στην πελώρια ιωβηλαία πισίνα του 
Ουρανού απ' όπου ο δύτης κάποια

στιγμή 

αναφαίνεται στην επιφάνεια 

της Γης·

Ο κόσμος είναι το αναποδογυρισμένο
Στέμμα, Νόε, είναι η φυλακή μα είναι

Και η ελευθερία μαζί κι αυτό κάποτε
Το μυαλό του ανθρώπου το αντέχει

Όταν απλά αποφασίζει πλέον να μην 
Το προσπερνά· όμως ο δικός σου νόος,

Νόε,

Είναι σαν ρήγμα σεισμού θαλάσσιου,
Απρόσμενα πλάσματα υπεισέρχονται 

σαν 

Σε αβυσσαίες επικράτειες μέσα στην 
Παρεγκεφαλίδα σου και φώτα ζωής 

από 'ναν νέο κόσμο 

σημαίνουν 

και νέους νόμους

Κάθε φορά που η ζωή αιτεί όχι μόνο
Την αλήθεια, αλλά κυρίως, ό,τι τηνε

Κάνει διηνεκέστερα ανεπανάληπτη,
Νόε, γιατί, άκουσε και αυτό, κανένας

Ουρανός δεν έχει νόημα αν πρότερα
Δεν τελεστεί πλήρως η Γη, και ουδέν

Tαξίδι που μπορεί να υπάρξει χωρίς
Πρώτα να διανυθεί η απόσταση από

Την αρχή στον προορισμό, σου λέγω
Ειλικρινά, Νόε, ποτέ θεός κανείς δεν

Έχει δικαίωμα να παύσει την Ιστορία
Ει μη μόνον οι άνθρωποι, και κανένας

Εκ των ανθρώπων δεν είναι χρισμένος
Γι' αυτό, ει μη όλοι μαζί· και είναι μία η

αποκάλυψη:

Το Μυστήριο αγαπάει μεν τον δάσκαλο
Όμως δεν συμπαθεί τον αρχηγό· κανείς,

κανείς παράδεισος δεν έχει νόημα

αν κυβερνάται,

Είπε η αδιευκρίνιστη γυναικεία μορφή
Και εκείνος προσπαθούσε να θυμηθεί

Για ποιο λόγο ήρθε στο πάρκο που μεσ'
Στην αντάρα του κόσμου έμοιαζε ωσάν

Μια εκεχειρία των θεών με τους θνητούς·
Προσπάθησε ακόμα να ανακαλέσει στην

μνήμη του,

πόσες φορές γεννήθηκε και πέθανε

μέσα στη σήραγγα του χρόνου,

Του εφάνη ωστόσο γνώση ανώφελη και
Παραπλανητική κάτι τέτοιο, και ακόμα

Είχε κατανοήσει μια για πάντα πως το
Όρος Αραράτ ευρίσκεται μονάχα εντός

της κεφαλής του ανθρώπου

Και όχι έξω στη γεωγραφική πανδαισία
Της μετακατακλυσμιαίας λάμψης ει μη

μόνον

στο φέγγος

των

Βαβυλωνίων καθεδρικών και εκείνων
Των πολύχρωμων βιταλιστικών βιτρώ 

ενός βαθέως κατηργασμένου νοός·

Η 

Ζωή είναι μία, σκέφτηκε φωναχτά, όσες
Φορές και αν έχεις ζήσει πριν ή υπάρχεις

ως θεός,

Ότι

Τ' αθάνατο είτε υπάρξει είτε όχι, ποτέ δεν
Παύει να είναι Εκεί αθάνατο· το δε θνητό

ωστόσο αν δεν υπάρξει

Είν' έγκλημα ασύλληπτο εξ αρχής γιατί
Δεν επαναλαμβάνεται, συμπλήρωσε με

μια βαρειά ηρεμία

στα 

λόγια του

Και προχωρούσε κατά μήκος του κόσμου 
Αδιαφορώντας πλήρως για κάθε πράγμα

Καλό, σοφό, αληθινό, ή αναγκαίο αν δεν 
Εδήλωνε στα διαπιστευτήριά του πρώτα,

όχι την λέξη 

Αλλά την ιερή, ανίερη λάμψη,
Όχι άθεη, μα αθεόφοβη φλόγα

Ελευθερία·