Friday, July 20, 2012

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΙΣΤΟΥ

Καταστρέφοντας ολοένα την Γαία
Ο Δαίμων της Ιστορίας γύριζε όπως

ένας σκορπιός των ουρανών

γύρω από την ουρά του

στο αστρικό διάστημα

Κάνοντας την Ουρά του Δράκοντα
Να φαίνεται πάνω από τις κεφαλές

των ανθρώπων

Ως ένα άχαρο πεπρωμένο που είχε
Μόλις αρπάξει φωτιά· τα ψέμματα

τελειώσαν γιατί τώρα αρχίζουν,

φώναζε στην ερημιά,

Ήλθε ο καιρός να ελευθερωθώ,
Ξαναφώναζε, και να αναλάβω

την Αυτοκρατορία του Μηδενός

και την Επαγγελία του Κάτι,

οριστικά,

Ένας Γενναίος Νέος Κόσμος μέλλει
Να προβάλλει απ' τις στάχτες μιας

παλαιάς απτής απάτης

Και ένας θεός να προκύψει

Από την θράκα των ονείρων αυτών
Των πανικοβλημένων κατοίκων της

γης,

Ότι οι άνθρωποι πρέπει να μάθουνε
Επιτέλους το πραγματικό πρόσωπο

του Ηγεμόνα τους,

Γιατί πεσσοί και δούλοι γεννηθήκαν
Κι ως τέτοιοι θε να σωθούν εφ' όσον

άλλος θεός δεν φαίνεται

και κάποιος πρέπει να παίξει αυτό

τον ρόλο,

Και ολοένα έσπρωχνε σε πολέμους
Τα έθνη ετοιμάζοντας τον όλεθρο

και την

σωτηρία,

Κι ολοένα κραύγαζε απελπισμένα
Ο Πολύφημος από τον θόλο μιας

εκκλησιάς

προς εκείνον που δεν ήταν ορατός,

Γύρισε το φως μου πίσω, Οδυσσέα,
Ότι δεν μπορώ να οδηγήσω Κανένα

κόσμο

τώρα,

Και τυφλός αν οδηγεί τυφλό μπορεί
Το φως τους να μην δούνε, αλλά το

Σκοτάδι σίγουρα δεν πρόκειται πιο
Σκοτεινό να γίνει· γύρισε το φως μου

Οδυσσέα,

Αν

Εγώ είμαι ανθρωποφάγος, εσύ ωστόσο
Δεν θα καταφέρεις τίποτ' αν τολμήσεις

θεοκτόνος

να γίνεις,

είπε ο Κύκλωπας,

Ότι ακόμα και αν δεν υπάρξει θεός στον
Κόσμο τούτο, θα κληθεί το ίδιο το Μηδέν

στην θέση του

πιο άγρια ακόμα,

Συμπλήρωσε ο Κύκλωπας

Και έκανε την χριστιανική προσευχή του,
Ψάλλοντας βουδδιστικά μάντρας προς το

δωδεκάθεο,

Και ολοένα τα έθνη μάχονταν σαν τρελλά
Το ένα το άλλο, έχοντας ξεχάσει καν τους

λόγους γι' αυτό

Και θυμούμενα γυμνό τον θυμό που έχει
Νόημα μονάχα απέναντι σε έναν άλλον

θυμό,

Μα στην ουσία μαινότανε μία όλη κι όλη
Μάχη στην υδρόγειο:

Ανάμεσα στην ευλογία του Καυκάσου και
Στην παλαιά διάχρονη κατάρα του Θιβέτ

από την άλλη,

και στο μέσον της αντάρας

Ένας τυφλός σκύλος που ώδευε αργά
Προς ένα Θρόνο που ήταν απ' αιώνες

μισοβυθισμένος

στην άμμο της πολυκαιρισμένης

ερήμου·

Σκάβοντας με τα ισχνά πόδια του και
Σχεδόν κατρακυλώντας στον ασταθή

παγκόσμιο αμμόλοφο

όπου στεκόταν·