Saturday, July 14, 2012

ΑΙΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

Εξ αρχής δημιουργίας γενομένης
Στον εξεγερμένο θεϊκό νου, η Γη

Συσσώρευε ακράτως τη νύχτα και
Το αίμα· υπήρχε παντού η Φωτιά

Η οποία και ήτανε το φυσικό όριο
Ανάμεσα στο θεό και τον άνθρωπο

Και το Νερό που στην αιεί ροή του
Υπεδήλωνε πως αυτό το όριο δεν

ήταν πραγματικό,

Και ακόμα, υπήρχε ο γυμνός κορμός
Της νεαρής γυναικός ως η στίλβουσα

οπώρα ενός αυτοσκοπού

Και τα βασίλεια των αιώνων, ελάφια
Στους ονειρικούς δρυμούς του όντος

Που έτρεχαν ξέγνοιαστα προς την
Αγκαλιά κάθε φυσικά γεννημένου

ποιητή,

Από την δε κορυφή του Καυκάσου ο
Ήλιος που ανέτειλε κάθε πρωί ήτανε

τόσο θαμπός

Όσο και οι αχνές ανθρώπινες φιγούρες
Στις πόλεις που έψαχναν ανάμεσα στα

σκουπίδια

Για τον χρυσό κρίκο που συνέδεε όνειρο
Και Ιστορία και τόσο λαμπερός όσο και

μια ιδέα

Που αυτομάτως μεθερμηνεύει το σύμπαν
Στη σχέση του Ενός με το Δύο και σε όλες

Τις συνεπαγόμενες φυτείες του κοινωνείν·
Η ζωή είναι πέρασμα, κραύγαζε υστερικά

ο Διάβολος,

Προετοιμασθείτε για άλλη ζωή, αγνώστου
Αιτιολογίας και σημασίας, τους προέτρεπε

συνεχώς με θέρμη

Και εκκινούσε με καχύποπτο βλέμμα τους
Πολέμους και τους ολέθρους ανάμεσα στα

έθνη

Για την προσωπική ψυχαγωγία του, ενώ τα
Πελώρια αυτόματα των ιδεών, θεωριών και

θρησκειών

Κατέδεναν τον ανθρώπινο νου προς όφελος
Μιας πλάνης μη ανθρώπινης· σας ξαναλέγω,

ακουγόταν η φωνή του Διαβόλου πάλι,

Μην ασχολείσθε με το Εγώ σας, διαλύστε το
Να ησυχάσετε, φώναζε και συμπλήρωνε με

νόημα,

αφήστε άλλους να ασχοληθούν με αυτό,

Κάνετε ό,τι θέλετε αρκεί να μην κατέχετε
Τούτη τη ζωή, τους ξαναέλεγε ο Διάβολος

Και

Παραδόξως πώς, τα πλήθη υπνωτισμένα
Θεωρούσαν κάθε τι φυσικό να συμβαίνει

στη γη,

Σοφοί ανούσιοι, ποιητές που επαιτούσανε
Λίγη δόξα πλέον μη διαθέσιμη, πρόσκοποι

μυστικοί και ηθικόφρονες

Και ιεροφάντες χωρίς τίποτε το ιερό στη
Δίνη μιας σατανικής αφέλειας και ενός

μικροϋπολογισμού

θυσιών και ανταμοιβών:

Χαραμισμένη γενεά του διαβόλου σε μια
Διανόηση όλως ανάξια της στάθμης που

'χε ανέβει ο χρόνος στους Καιρούς·

Και ολοένα ακουγότανε ο δόλιος βόμβος
Στις πόλεις και περισσότερο έτι γίνονταν

Ορατά τα δυο πύρινα μάτια στον ορίζοντα
Της Γαίας ως η τρελλή Μάσκα του Κακού

Μα και ολοένα εκείνος τον κοιτούσε όχι
Στα ίσια αλλ' από θέση πολύ πιο υψηλή

Αλυσοδεμένος στους βράχους όμως για
Λίγο χρόνο ακόμη και βέβαιος νικητής,

Το Κακό και την Ετερονομία αρνούμενος
Σε έναν υπέροχο και μη ιδιοτελή εγωισμό

κατά των θεών,

Πρώτος άνθρωπος πραγματικός

στο

Έτος μηδέν της προωθημένης Ιστορίας,
Έτος ένα μιας ακόμα άγνωστης Αγάπης

απροκάλυπτα οργιώδους

στο ανθρώπινο Νοείν·