Wednesday, April 25, 2012

Η ΑΦΙΞΗ

Ελέχθη ακόμα πως οι πληθυσμοί
Που είχαν μείνει πίσω στις ακτές


Να παραφυλάνε μήπως επιτέλους
Καταφθάσει κάποιο πλοίο από την

Πιο μακρινή πατρίδα που δεν ήταν
Εύκολο να θυμηθούνε τ' όνομά της

καν,

Κοιτούσαν κατ΄εκείνες τις πυρρές
Ωμογέννητες νύχτες τα άστρα του

καλοκαιριού

Να φλέγονται στον ουρανό σαν σε
Μια αρχέγονη συμπαντική τελετή,

Ενώ οι ίδιοι, είχαν αφεθεί εκεί προ
Χρόνων αξιομνημονεύτων για την

Όλη ιστορία του ανθρωπίνου γένους·
Ήτανε, λέει, μια Δημιουργία εξ αρχής

Που ήδη εφαίνετο από την γη, και οι
Άνθρωποι απλά περιμέναν να λάβουν

τις θέσεις τους

σε ό,τι κατ'ελπίδα θα προέκυπτε

απ' τις μεγάλες στροφορμές των θεών·

Ο κόσμος είχε καταλήξει σε ημίφως πιο
Σκοτεινό και από το πλέον σκοτάδι ενώ

Η τεράστια Πυραμίδα στο κέντρο του
Ορίζοντα φαινόταν να 'χει βυθιστεί σε

Μια δίνη που υφήρπαζε σιγά σιγά την
Πάσα γαία και θάλασσα κατά τις αρχές

Του μηνός Ελαφηβολιώνος και κατά
Το έτος εκείνο ότε τα δένδρα ανθίζαν

Απευθείας στον ουρανό και οι φωτιές
Που ανάβανε κατά τη νύχτα έλαμπαν

Μέσα στα μυαλά των ποιητών και τους
Κορμούς των νεαρών κοριτσιών που με

μαγικά ονόματα

επικαλούντο

τον Κανένα των Ουρανών·

Τελικώς κατόρθωσαν να περισυλλέξουν
Σώο τον άνθρωπο που πάλευε μέρες και

νύχτες

στα κύματα,

Πέρασε από δω, του είπανε, καθώς τον
Ετύλιγαν με τις κουβέρτες, είσαι εσύ ο

Μεσσίας, ο Χριστός, ο Άγγελος Κυρίου,
Ο νέος Αϊνστάιν, ο Μεγάλος Τιμονιέρης,

ο Κοσμικός Προϊστάμενος,

Είσαι ποιος, του λέγανε και κοιτούσανε
Την μορφή του με θαυμασμό και τρόμο,

Είσαι ο νέος ηγέτης μας, και αν όχι, είσαι
Ο νέος υπηρέτης του λαού, του ξανάπανε

Και τον φωτογραφίζαν, ενώ οι μηχανές
Αστράφτανε τα φλας τους σαν σκαστά

φιλιά

χαράς κι ευγνωμοσύνης

επάνω του,

Αφήστε με, αφήστε με, τους είπε τότε
Αυτός, θέλω μονάχα να πάω σπίτι μου,

Δεν πρόκειται

να κάνω

δηλώσεις,

Όχι όχι, εδώ ο κόσμος καίγεται, αυτό
Που θες δεν γίνεται, πού' ναι το σπίτι

σου

αλήθεια,

τον ρωτήσαν,

Δεν θυμάμαι, τους απάντησε αυτός,
Κάθησε δω λοιπόν, τον παροτρύναν,

Και πες μας αν πρόκειται να σωθούμε,
Και πες μας ακόμα αν μας μέλλεται να

Δούμε κάποια νέα Γένεση ή ένα παλαιό
Κατακλυσμό, ή κάτι τέλος πάντων για

το οποίο

Δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε πολύ,
Ει δυνατόν ακόμα περισσότερο, είπανε

και

Ο άνθρωπος που πρόβαλε από τα νερά
Τους παρακολουθούσε, είναι αλήθεια,

Τόσον αμήχανος στην όλη αγωνία τους,
'Ομως ήταν απρόθυμος να πει έστω μια

Λέξη,

Φαινόταν ειλικρινά πως το θέμα δεν τον
Απασχολούσε ιδιαίτερα εκείνη τη στιγμή

παρά την επειγότητά του,

Ωστόσο, φάνηκε πως κάποτε σταμάτησε
Να ζητάει να τονε μεταφέρουν σπίτι του

και

Παρέμενε σιωπηλός μέσ' στο πλήθος,
Σαν μια νύχτα ανθρώπινη μέσα στις

άλλες ανθρώπινες νύχτες,

Ανάμεσα στις άλλες δίποδες σκιώδεις
Μορφές ο ίδιος μια ακόμα πιθανότητα

εκδήλωσης

του καλλίστου ή του χειρίστου

σε ενδιαφέρουσες συνθήκες,

Ανέκφραστα προσανατολισμένος
Όπως όχι οι υπόλοιποι, προς έναν

άγνωστο Εαυτό

Που δεν ήταν υποχρεωμένος
Nα λυπάται για κάτι, ούτε να

χαίρεται γι' αυτό

παρά μονάχα

να το Γνωρίζει·