Το πλήθος εξεχέετο από μια μεγάλη
Τάφρο του ουρανού και προσέπιπτε
αίφνης
Σε μια δεδομένη στιγμή της ωριαίας
Καθημερινότητάς του· οι δε μορφές
Που ανέμεναν ακόμα σε μιαν άβυσσο
Του θρυλουμένου ιστορικού χρόνου,
η οποία
άλλοτε έφαινε
Ως τέτοια και άλλοτε σαν τείχος από
Φωτιά χτισμένο να λάμπει ανάμεσα
Στους φερομένους ως ζωντανούς και
Τους εκλαμβανομένους χρονίως ως
νεκρούς,
Εκλιπαρούσαν οικτρά την γέννηση
Μέσ' απ' τα όνειρα των περαστικών
της Ρυ Πιγκάλλ
Που προσωμοίαζε με αστρικό φίδι
Στην μεγαλιθική νύχτα της πόλης
από την τοσαύτη συσσώρευση
φώτων αυτοκινήτων
και ανθρωπίνων σχημάτων ,
Καθώς η Μπουλβάρ ντε Κλισύ ήταν
Εδώ και σημαντική ώρα κλεισμένη
απ' ένα θεό
Μηκέτι γνωστό
Στην συνήθη θνητότητα των δεικτών
Του ωρολογίου οι οποίοι, διετείνοντο
συχνά οι
Παρακείμενοι κλοσάρ, παρέμεναν εξ
Ουρανού αριστερόστροφοι, όταν μέγα
το
Φως της όλης γαίας και του πολιτισμού
Κατέπεσε κάποτε εξ αριστερών από την
Εδέμ·
Αυτό είναι το σπίτι μας, άλλο όχι, είπαν
Τότε και ξεκινήσαν ομαδόν να πάνε να
κατοικήσουν εντός του·
Πέρασαν έκτοτε
Μύριοι παλαιοντολογικοί αιώνες, ο
Δε Μύλος περιεστρέφετο ακόπαστα
με
Την ίδια πάντοτε ορμή και ταχύτητα,
Ενώ οι εύθυμες και φρενήρεις φωνές
που
Εξήρχοντο απ' το κτίριο ουδόλως είχαν
Απωλέσει την επίκτητη απαίτηση για
την ζωή,
διεκδικώντας μάλιστα
έτι περισσότερα,
Ενώ συχνά μια άγρια Σκιά ανέβαινε απ'
Την Άβυσσο και τους ζητούσε πίσω· δεν
Έφευγε ωστόσο από την θέση του ούτε
Ένας, παριστάνοντας όλοι πως δεν την
ακούγαν,
Κι ολοένα προσπαθούσε να τους πείσει
Καθ' όσον αγρίευε ακόμα περισσότερο
Πετάγοντας από τα σπλάγχνα της δυο
Κατακόκκινους Δίδυμους Ήλιους της
Ζωής και του Θανάτου
που έλαμπαν σαν γίγαντες
στο
Απέραντο σκοτάδι του διαστήματος·
Μην ασχολείστε με αυτά, τους έλεγε
η Σκιά
και τους έδειχνε το εσωτερικό του
καμπαρέ,
Είναι μάταια, είναι θνητά, τίποτε δεν
Πρόκειται να μείνει, τους απειλούσε,
Κι εσένα τι σε νοιάζει, της απάντησαν
Κάποια στιγμή, δεν χρεώσαμε κανένα
θεό
γι' αυτό,
Μόνοι μας γυρίζουμε τον Μύλο, εξ ίσου
Μόνοι μας περιστρεφόμαστε σ' αυτά τα
υπνωτισμένα άστρα,
Της έλεγαν
Και κοιτούσαν με χαοτική βουλιμία τις
Χορεύτριες που υψώναν τα πόδια στον
αέρα
Σα να θέλανε να διώξουνε λακτίζοντας
Κάθε Κακό από τη ζωή· εν τω μέσω δε
του πλήθους
υπήρχε και ένας που έγραφε
ασταμάτητα για αιώνες,
Γύρισε πίσω στον ουρανό, Νούσιφερ,
Απευθύνθηκε σ' αυτόν η Σκιά, εσύ εκ
των θνητών
που έχεις
Το Βάπτισμα της Ομιλίας κρείσσον,
Μηδέν να σε κρατήσει δύναται στη
Γη,
Ότι ο άνθρωπος είναι Λόγος και όταν
Σωπαίνει δεν είναι παρά ένα ενέχυρο
Της Μητρός και όταν ομιλεί είναι η
Σκηνή του Πατρός φωτισμένη στην
παιδική εξοχή του κόσμου,
του' λεγε και ολοένα τον καλούσε,
Γύρισε πίσω Νούσιφερ, εδώ και τώρα,
Ότι μηδεμία την αιτία έχεις πια να μη
το επιζητείς,
Εφ' όσον ξέρεις ποιος δεν είσαι και τι
Δεν είναι πια αυτός ο κόσμος, γύρισε
εκεί που ανήκεις,
Του έλεγε επίμονα, ενώ ο άνδρας στην
Αρχή αιφνιδιάστηκε που τον καλούσε
με το όνομά του
όμως δεν φοβήθηκε
την φρικτή όψη της·
Δεν σ' εμπιστεύομαι, της είπε τότε,
Θα 'ρθω, αλλά θα ' ρθω όποτε εγώ
αποφασίσω κι όχι εσύ,
Ο λόγος ποιος και τι' ναι αυτό που
Παραπάνω θα κερδίσεις, αντέτεινε
Τότε το Ομιλούν Βάραθρο δίπλα του,
Άλλο δι' εσέ στο κόσμο δεν υπάρχει,
Νούσιφερ,
τι παραπάνω θα κερδίσεις,
ξαναρώτησε,
Την θέλησή μου, της απάντησε
Και γύρισε στο κάθισμά του να
ξαναγράψει
πάνω στα πόδια
μιας χορεύτριας
Εν τω μέσω των οχλοβοών και των
Αποσυνωθήσεων του κοχλάζοντος
στη θέα της σαρκός
πλήθους,
Ενώ η Σκιά παρέμεινε έκτοτε εκεί
Ακινητοποιημένη και φαινομενικά
Χωρίς τίποτε το τερατώδες, εφεξής
Μάλιστα γνωστή στους ανθρώπους
ως η Μεγάλη Νύχτα του Κόσμου,
Έστω και αν τα φώτα του καμπαρέ
Που δεν φωτίζαν τίποτε στο σύμπαν
εκτός από το ίδιο,
Δεν έσβηναν ποτέ στο αστρικό
διάστημα,
Χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει κατ'
Ανάγκη
Πως είχαν επιπλέον πρόθεση
Να παραμείνουν ανοιχτά
και στην αυγή που ερχόταν·
Τάφρο του ουρανού και προσέπιπτε
αίφνης
Σε μια δεδομένη στιγμή της ωριαίας
Καθημερινότητάς του· οι δε μορφές
Που ανέμεναν ακόμα σε μιαν άβυσσο
Του θρυλουμένου ιστορικού χρόνου,
η οποία
άλλοτε έφαινε
Ως τέτοια και άλλοτε σαν τείχος από
Φωτιά χτισμένο να λάμπει ανάμεσα
Στους φερομένους ως ζωντανούς και
Τους εκλαμβανομένους χρονίως ως
νεκρούς,
Εκλιπαρούσαν οικτρά την γέννηση
Μέσ' απ' τα όνειρα των περαστικών
της Ρυ Πιγκάλλ
Που προσωμοίαζε με αστρικό φίδι
Στην μεγαλιθική νύχτα της πόλης
από την τοσαύτη συσσώρευση
φώτων αυτοκινήτων
και ανθρωπίνων σχημάτων ,
Καθώς η Μπουλβάρ ντε Κλισύ ήταν
Εδώ και σημαντική ώρα κλεισμένη
απ' ένα θεό
Μηκέτι γνωστό
Στην συνήθη θνητότητα των δεικτών
Του ωρολογίου οι οποίοι, διετείνοντο
συχνά οι
Παρακείμενοι κλοσάρ, παρέμεναν εξ
Ουρανού αριστερόστροφοι, όταν μέγα
το
Φως της όλης γαίας και του πολιτισμού
Κατέπεσε κάποτε εξ αριστερών από την
Εδέμ·
Αυτό είναι το σπίτι μας, άλλο όχι, είπαν
Τότε και ξεκινήσαν ομαδόν να πάνε να
κατοικήσουν εντός του·
Πέρασαν έκτοτε
Μύριοι παλαιοντολογικοί αιώνες, ο
Δε Μύλος περιεστρέφετο ακόπαστα
με
Την ίδια πάντοτε ορμή και ταχύτητα,
Ενώ οι εύθυμες και φρενήρεις φωνές
που
Εξήρχοντο απ' το κτίριο ουδόλως είχαν
Απωλέσει την επίκτητη απαίτηση για
την ζωή,
διεκδικώντας μάλιστα
έτι περισσότερα,
Ενώ συχνά μια άγρια Σκιά ανέβαινε απ'
Την Άβυσσο και τους ζητούσε πίσω· δεν
Έφευγε ωστόσο από την θέση του ούτε
Ένας, παριστάνοντας όλοι πως δεν την
ακούγαν,
Κι ολοένα προσπαθούσε να τους πείσει
Καθ' όσον αγρίευε ακόμα περισσότερο
Πετάγοντας από τα σπλάγχνα της δυο
Κατακόκκινους Δίδυμους Ήλιους της
Ζωής και του Θανάτου
που έλαμπαν σαν γίγαντες
στο
Απέραντο σκοτάδι του διαστήματος·
Μην ασχολείστε με αυτά, τους έλεγε
η Σκιά
και τους έδειχνε το εσωτερικό του
καμπαρέ,
Είναι μάταια, είναι θνητά, τίποτε δεν
Πρόκειται να μείνει, τους απειλούσε,
Κι εσένα τι σε νοιάζει, της απάντησαν
Κάποια στιγμή, δεν χρεώσαμε κανένα
θεό
γι' αυτό,
Μόνοι μας γυρίζουμε τον Μύλο, εξ ίσου
Μόνοι μας περιστρεφόμαστε σ' αυτά τα
υπνωτισμένα άστρα,
Της έλεγαν
Και κοιτούσαν με χαοτική βουλιμία τις
Χορεύτριες που υψώναν τα πόδια στον
αέρα
Σα να θέλανε να διώξουνε λακτίζοντας
Κάθε Κακό από τη ζωή· εν τω μέσω δε
του πλήθους
υπήρχε και ένας που έγραφε
ασταμάτητα για αιώνες,
Γύρισε πίσω στον ουρανό, Νούσιφερ,
Απευθύνθηκε σ' αυτόν η Σκιά, εσύ εκ
των θνητών
που έχεις
Το Βάπτισμα της Ομιλίας κρείσσον,
Μηδέν να σε κρατήσει δύναται στη
Γη,
Ότι ο άνθρωπος είναι Λόγος και όταν
Σωπαίνει δεν είναι παρά ένα ενέχυρο
Της Μητρός και όταν ομιλεί είναι η
Σκηνή του Πατρός φωτισμένη στην
παιδική εξοχή του κόσμου,
του' λεγε και ολοένα τον καλούσε,
Γύρισε πίσω Νούσιφερ, εδώ και τώρα,
Ότι μηδεμία την αιτία έχεις πια να μη
το επιζητείς,
Εφ' όσον ξέρεις ποιος δεν είσαι και τι
Δεν είναι πια αυτός ο κόσμος, γύρισε
εκεί που ανήκεις,
Του έλεγε επίμονα, ενώ ο άνδρας στην
Αρχή αιφνιδιάστηκε που τον καλούσε
με το όνομά του
όμως δεν φοβήθηκε
την φρικτή όψη της·
Δεν σ' εμπιστεύομαι, της είπε τότε,
Θα 'ρθω, αλλά θα ' ρθω όποτε εγώ
αποφασίσω κι όχι εσύ,
Ο λόγος ποιος και τι' ναι αυτό που
Παραπάνω θα κερδίσεις, αντέτεινε
Τότε το Ομιλούν Βάραθρο δίπλα του,
Άλλο δι' εσέ στο κόσμο δεν υπάρχει,
Νούσιφερ,
τι παραπάνω θα κερδίσεις,
ξαναρώτησε,
Την θέλησή μου, της απάντησε
Και γύρισε στο κάθισμά του να
ξαναγράψει
πάνω στα πόδια
μιας χορεύτριας
Εν τω μέσω των οχλοβοών και των
Αποσυνωθήσεων του κοχλάζοντος
στη θέα της σαρκός
πλήθους,
Ενώ η Σκιά παρέμεινε έκτοτε εκεί
Ακινητοποιημένη και φαινομενικά
Χωρίς τίποτε το τερατώδες, εφεξής
Μάλιστα γνωστή στους ανθρώπους
ως η Μεγάλη Νύχτα του Κόσμου,
Έστω και αν τα φώτα του καμπαρέ
Που δεν φωτίζαν τίποτε στο σύμπαν
εκτός από το ίδιο,
Δεν έσβηναν ποτέ στο αστρικό
διάστημα,
Χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει κατ'
Ανάγκη
Πως είχαν επιπλέον πρόθεση
Να παραμείνουν ανοιχτά
και στην αυγή που ερχόταν·