Monday, March 12, 2012

ΜΠΑΡΟΚ ΜΠΑΡΟΥΧ

Και τι' ναι ο θεός, Μπαρούχ, αν όχι μια
Σκοτεινότερη νύχτα μες στο μυαλό του

ανθρώπου

Η οποία και οδηγεί όλα τα πράγματα σε
Μια ψηλή φωτιά που φαίνεται από τόσο

μακριά

στον

ορίζοντα

Σαν το πρώτο αρχαίο σημείο της θλίψης,
Μπαρούχ, εγώ σου ορίζω, πως μήποτε ο

Άνθρωπος είναι κάτι περισσότερο από μια
Σκιά και κάτι λιγότερο από ένα θεό· έλεγε

Ο άγνωστος επισκέπτης που στεκόταν εδώ
Και ώρα στην χαμηλοφώτιστη είσοδο της

Επαύλεως του Ρίινσμπουργκ και δεν είχε καν
Νοιώσει την ανάγκη να συστηθεί και να πει

πώς τον λένε,

Κι εσύ Μπαρούχ,

Ευλογημένος αποσυνάγωγος των οικείων
Σου, συνάγεις σε μιαν Υπόσταση την ζωή

Και κάνεις οικείο τον θεό, όμως σου λέγω
Μπαρούχ, πως η αλήθεια μέλλεται ξανά

Να είναι τόσο ανοίκεια με τους ανθρώπους
Όσο ακριβώς της επιτρέπει να μην ενοχλεί

στην θεατρική τροχιά της

Αυτήν

Την φωταγωγημένη από ψυχές σφαίρα που
Γυρίζει γύρ' από τον ήλιο σαν η τρελλή δίνη

φυγής και επιστροφής

μαγείας και έννοιας

χάους και ορισμού

Και μια καταβύθιση στην θάλασσα ενός
Ονείρου τοσούτον αρχαίου όσο ο ανθός

του πρωινού φωτός

Πριν κατασταλάξει και επικαθήσει ακόμα
Επί των σκιωδών πραγμάτων που έκρυβε

Νύχτα απ' άλλη νύχτα και ζωή απ' την ζωή
Μα κυρίως ο άνθρωπος από τον εαυτό του·

Του έλεγε, και ολοένα κοιτούσε προς την
Έξοδο, μη δείχνοντας ωστόσο πως ήθελε

να φύγει

Αλλά μάλλον να μην ξανάρθει·

Πώς σας λένε, τον ρώτησε η σεβάσμια
Μορφή λίγο πιο μακριά του, όμως δεν

Πήρε καμμιά απάντηση,

Κανένας δεν έχει όνομα ακόμα, του είπε
Ξαφνικά, και για κανέναν δεν μαρτυρεί

μια εποχή

αν δεν ανήκει σε μιαν άλλην εποχή

και όχι την δική του,

Και ιδού, ο κόσμος πηγάζει μόλις από
Μια στοά μεγαλείου και τρόμου χωρίς

οσαύτως να γνωρίζει

Αν

Η ελπίδα του είναι κάτι καλύτερο από
Το απαλό διολίσθημα στην κατηφόρα

του χρόνου

Ή κάτι χειρότερο από την νάρκη μιας
Αυτοκρατορίας που την πλημμυρίζουν

Οι πόλεις σαν στίγματα πλέον εμφανή
Στο σώμα του γήινου χάρτη, τοσούτον

κοντινά στην θέα

όσο και η λέξη έρχομαι

Και τοσούτον μακρινά όσο η έννοιά της·
Του είπε, ενώ ο άνδρας που τον άκουγε

Όλη αυτήν την ώρα δεν φάνηκε να μην
Απορεί, θέλετε να πείτε, τόλμησε να τον

ρωτήσει κάποια στιγμή,

Πως επί ματαίω

Η ανθρωπότητα εργάζεται το μέλλον της,
Και πως ουδείς λόγος της αναμονής ενός

Θαύματος που μπορεί ο Λόγος να ορίσει;
Κατέληξε και ανέμενε με ενδιαφέρον μιαν

απάντηση από τον ξένο,

ενώ

Ο ουρανός απέξω είχε αρχίσει να μαυρίζει
Αποκαλύπτοντας κατά τόπους εκείνη την

δόξα

Των μοναχικών χρυσοκόκκινων συννέφων
Καθώς τα φώτιζε με αρχέγονες βαφές του

σύμπαντος

Ο αργά βυθιζόμενος ήλιος στην μεγάλη
Τάφρο του χρόνου που 'χασκε το ίδιο γι'

Αυτόν και τους μοναχικούς διαβάτες έξω
Από την οικία ενός μεγάλου φιλοσόφου·

Πες μου, Μπαρούχ, άκουσε τον ξένο από
Απέναντί του σαν εκείνος ο ήλιος απέξω

να είχε αποκτήσει φωνή,

Τι βλέπεις στην εποχή σου ει μη εκείνα
Τα λαμπρά ανάκτορα κεκοσμημένα απ'

Το πυρ και τη σκέψη ενός ανθρώπου που
Καίτοι είναι ήδη θεός, θέλει να γίνει θεός,

δεν είναι παράξενο αυτό;

Συμπλήρωσε και τον κοίταξε με χαμόγελο
Συγκρατημένο ενώ είχε περάσει την έξοδο

Και ετοιμαζόταν να χαθεί στη νύχτα,

Δεν το ξέρει όμως ακόμα, απάντησε χωρίς
Να το καλοσκεφτεί, δεν το ξέρει πως είναι

ήδη θεός

και καθόλου σίγουρο πως θα μπορούσε

να το μάθει κιόλας,

Είσαι βέβαιος γι' αυτό Μπαρούχ, άκουγε την
Φωνή του ξένου που ολοένα απομακρυνόταν

Και σε τέτοιο τόνο ώστε δεν μπορούσε να
Καταλάβει αν επρόκειτο για διαπίστωση

ή ερώτηση,

Είσαι βέβαιος, Μπαρούχ, ξανάκουγε και του
Φαινόταν ολοένα και περισσότερο πως αυτή

Η

Φωνή του ήταν πλέον τόσο οικεία όσο και
Μια ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια

στο Γιόντενμπουρτ

Όταν τα παιδιά της εβραϊκής συνοικίας
Του Άμστερνταμ επικαλούντο το όνομα

του Αντονάι

Με αθώα ματαιότητα στ' ασημοφώτιστα
Από σκιές αγνώστων παρουσιών χαρωπά

παιγνίδιά τους,

Μην μπορώντας ωστόσο να αποφασίσει
Αν ήταν βέβαιος γι' αυτό ή όχι, μένοντας

να κοιτάει προς στιγμήν

σαν χαμένος

Προς

Τον αφημένο στον ουρανό μανδύα ενός
Μαγεμένου σύμπαντος που επέστρεφε

τόσον επιδέξια

Στη πιο μυστική υπόστασή του όσο και
Μια εποχή που μπορούσε να ανατέλλει

και να δύει μαζί·

Και ήτανε βέβαιος, τόσο βέβαιος ότι δεν
Ήταν πια ένας κόσμος αυτό που κοίταζε

μπροστά του,

ποτέ δεν ήταν,

Αλλά

Μια λαμπερή ανεπανάληπτη σκιά του,
Που φάνταζε από τον ίδιον τον κόσμο

λίγο μόλις,

ελάχιστα,

πιο πραγματική·