Monday, March 19, 2012

GRAND CHŒUR DIALOGUÉ EN AVANCE SUR LE TEMPS

Και προέκυπτε σαφές με την πάροδο
Του ηλιακού χρόνου πως οι άνθρωποι

Που μετακινούντο κατά τις νύχτες ανά
Μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες και από

Το Σατώ ντε Σαμπόρ προς την Ρουέν,
Δεν εγνώριζαν εντοπιότητα μηδέ και

Πίστη στον βασιλέα· το μέλημά τους
Ήταν όλως διάφορο της Ιστορίας, οι

Δε προσπάθειές τους δεν διευθύνοντο
Προς το ξέφωτο μιας γενναίας εποχής

Αλλά προς την τυφλή επιβίωση, είχανε,
Έλεγαν μεταξύ τους κατά την διάρκεια

της μεγάλης πορείας,

Αποφασίσει να καταφθάσουν έξω απ'
Τον Καθεδρικό της Ρουέν και εκεί να

Παραμείνουν καθ'όλη την έκταση του
Αιώνα αναζητώντας ένα μήνυμα από

το Μέλλον

Που θα τους καθιστούσε μετόχους μιας
Σταθερής χαράς στο μέσον της μείζονος

ταραχής και της ελάσσονος νηνεμίας

του βιωτού χρόνου,

Ανάμεσά τους ξεχώριζε ενόσω σταθερά
Επορεύετο μπροστά η νεαρή χορεύτρια

Ακτίς,

Που χόρευε ασταμάτητα όλη την ώρα·
Κοιτάξτε, τους έλεγε, πόσο εύκολα οι

Κόσμοι αναβλύζουν γύρω μου ως εάν
Οι πίδακες της ζωής, κοιτάξτε πώς οι

Σκιές

Που εγώ αφήνω στους βηματισμούς μου
Εγείρουν πύργους, φωτιά και αγάπη μα

και

Τείχη αστραία από διαμάντι, σάπφειρο
Και γαλακτόπετρα, δείτε ακόμα πως οι

Κήποι του θεού έχουν ήδη αποκαλυφθεί
Ανάμεσα στους οδοιπόρους και τα τέκνα

τους,

κι ακόμα δείτε

πώς

Λάμπουν στο κέντρο τους ένας ζωντανός
'Ενας πεθαμένος και η συνομιλία τους, ο

πρώτος λέγεται Μποάζ

Και ο δεύτερος Γιαχίν, ουδείς μεταβαίνει
Στο φως της ημέρας αν δεν περάσει από

ανάμεσά τους

Και κανένας δεν έρχεται προς την ζωή αν
Δεν διαβεί την πύλη που σχηματίζουνε οι

δυο τους

Καθώς παρατηρούν αντικρυστά ο ένας τον
Άλλον, τους έλεγε με έξαψη και ολοένα τα

Μάτια της είχαν αποβεί δυο πύρινοι έλικες
Στο παγκόσμιο σκοτάδι που καταπίναν την

ορατότητα

Προς όφελος μιας αδιάγνωστης βασιλείας·
Δεν βλέπουμε τίποτα, Ακτίς, της έλεγαν οι

άνθρωποι,

συνεχίζουμε προς την Ρουέν,

Η νεαρή χορεύτρια δεν έχανε ωστόσο την
Επιμονή της και συνεχώς τους προέτρεπε

Να δούνε πράγματα που δεν φαινόνταν
Σε κανέναν άλλον εκτός απ' αυτήν· οι δε

οδοιπόροι

Παρ' όλ' αυτά δεν την εξελάμβαναν ποτέ
Ως τρελλή, μηδέ και απαίτησαν έστω και

μια φορά

να σωπάσει,

Αν και έδειχναν να την σέβονται μεγάλως
Επεδίωκαν ωστόσο σαν σε βαθειά ύπνωση

την πορεία προς την Ρουέν,

Συνεχίζουμε προς την Ρουέν, Ακτίς,
Της απάντησαν για άλλη μια φορά

καθώς εκείνη

Τους ομιλούσε μάταια περί μιας ζωής
Που ακολουθούσε σαν άγνωστη σκιά

το φως της θνητής ζωής,

Και εκείνων των αθανάτων ιχνών που
Αφήναν στον δρόμο τους αυτοί οι ίδιοι

και

Δεν ήταν παρά ένας ουρανός μέσα στο
Μυαλό τους , μη ορατός απ' τα δεμένα

Μάτια τους·

Συνεχίζουμε προς την Ρουέν, Ακτίς,

της είπαν ξανά,

Ενώ ο κραταιός ορίζοντας της γαίας στο
Βάθος ολοένα τίναζε πυρρές ακτίνες σαν

μέσ' από τον ίδιο τον κρατήρα

της Δημιουργίας

Μιας ελπιδοφόρου αλλά σκοτεινής αυγής
Που ερχόταν στον κόσμο μέσ' απ' εκείνην

την αμείλικτα καινούργια εποχή,

Και λαμπρύνετο σαν φωτεινή μάσκα στα
Ουράνια όταν ωμοίαζε με έναν μορφασμό

επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας

κάθε θνητής απόφασης

και πορείας ανεξαιρέτως·

Σε κάθε περίπτωση το πλήθος έδειχνε
Αποφασισμένο να μεταβεί πάση θυσία

στην Ρουέν,

Αυτό δεν σήμαινε ωστόσο κατ' ελάχιστον
Πως θα μπορούσε κάποτε να καταπαύσει

η προαιώνια

παρακολούθηση,

Όμως ακόμα περισσότερο δεν εσήμαινε
Πως έστω για μια στιγμή θα αποκτούσε

μέσα στα βυθιζόμενα τάρταρα

του χρόνου

Το καθαρά ανθρώπινο δικαίωμα

να επέμβει·