Thursday, February 9, 2012

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

Οι εποχές αλλάζουν, Ζαινές, και ό,τι
Τις ακολουθεί δεν είναι παρά το ίδιο

ανήσυχο φάντασμα

της Ιστορίας,

Όταν προσβλέπει σ' έναν μύθο του
Αιώνιου Βασιλείου καταμεσής των

χαλασμάτων μιας ατέλειωτης

νυκτωδίας στο χρόνο,

Της έλεγε, λίγο έξω από το Αββαείο
Του Φονφρουά το οποίο εφάνταζε

Ως μια ερημωμένη κτίση στο κέντρο
Της ζωής, καθώς δεν φαινόταν ψυχή

εντός του·

Η δε νεαρή κοπέλλα ομοίαζε μ' ένα
Πρωινό λουλούδι νοτισμένο από τη

Σιγανή βροχή που προσέπιπτε στην
Γη κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων

Και η οποία δεν ήθελε να αποκαλύψει
Το μυστικό όνομα του σύμπαντος της

Φωτιάς εκείνης που συνέχιζε να κτίζει
Τ' άστρα και τους γαλαξίες σε μηδένα

χώρο

μέσα στο ανθρώπινο μυαλό,

Ενώ η πελώρια μεσημβρία που αργά
Κατεκυρίευε την γεωγραφική θλίψη

Των σκιωδών κατοίκων του Νότου,
Τους εκμυστηρευόταν ακόμα κι ένα

όνειρο της χρυσής εποχής

Που κοιμότανε στους βραχόλιθους
Της Ρουσσιγιόν καθώς οι άνθρωποι

Προσπερνούσαν βιαστικά την ζωή
Στα σκυθρωπά ταξίδια τους για το

όλως αναίτιο προσκύνημα

Στο βαβυλώνιο φως του καθεδρικού
Του Σαιν-Πιέρ ντε Μονπελλιέ με τον

Φωταγωγημένο ιστό του ουρανού από
Πάνω του να περισυλλέγει ζωντανούς

στη θεία λειτουργία

τους εναπομείναντες νεκρούς·

Στην άκρη δε του δρόμου οι χωρικοί
Προσπαθούσανε να αποκολλήσουνε

Την άμαξα από το πυκνό, υγρό χώμα
Που ανέδυε μια σκοτεινή ψαλμωδία

από αιώνες σκεπτικούς

στον αέρα

Ενώ τ' άλογα φαινόνταν ν' αναμένουν
Υπομονετικά την αποκατάσταση μιας

Ολόκληρης πλάσης στα περιθώρια του
Παγκόσμιου ονείρου που έκανε την γη

Να δείχνει σαν η μία μπάλα φωτός και
Πυραγωγημένης συνείδησης στην ωμή

αχανή τρέλλα

του ανθρωπίνου εγκεφάλου·

Τι σκοτοδίνη, φώναξε τότε, τι άχθος,
Τι επικυριαρχία, πόσον αργά, πόσον

νωρίς

εφθάσαμε ως εδώ,

συμπλήρωσε,

Ένα προς ένα μαζεύουμε ξανά τα
Υπάρχοντά μας απ' τις φωτιές και

τον τρόμο,

Και ιδού εμείς, Ζαινές, της έλεγε, σε
Μια νέα εποχή ας υποδεχθούμε την

Μνήμη που αναφαίνει μέσ' από την
Τάφρο των εθνών πιο ζωηρή ακόμα

στην δίψα της

Για την εγγύτητα του απείρου στον
Ανθώνα του ανθρωπίνου σώματος,

της είπε,

Και την αγκάλιασε με πόθο τέτοιον
Που το λεπτό ροδόλευκο πρόσωπό

της

Είχε καταστεί εκείνη τη στιγμή ένας
Υπερισάξιος του στερεώματος ήλιος

όταν εφώτιζε μια

παλιγγενεσία της καρδιάς

στα γήινα κτερίσματα της Εδέμ,

Πίσω στον ήλιο , Ζαινές, της εψιθύρισε
Τρυφερά ενώ κατέτρωγε την σαρκώδη

ευγένεια των χειλιών της,

Στον ήλιο ξανά,

της επανελάμβανε

Ενώ ο κόσμος γύρω του αργά προέβαλε
Ως εάν μέσ' απ' το αρχαιότερο βάραθρο

της νύχτας

διαρκής αμείωτα και πείσμων

στην

Ακόρεστη επιθυμία του για πάση θυσία
Ύπαρξη

μέσα στο ίδιο πάντοτε

κρίσιμα ανθρώπινο και

Πολύχρωμο όνειρο της σκιάς·