Monday, January 9, 2012

DER GUTE BERG

Απ' το τυπογραφείο ακούγονταν επί
Αιώνες οι ίδιοι θόρυβοι· οι άνθρωποι

Δεν το πλησίαζαν ποτέ, εργάζεται ο
Διάβολος, έλεγαν, να τώρα, τυπώνει

την Αγία Γραφή

σε πολλά βιβλία

Που τα σωριάζει κάτω σε στήλες της
Νύχτας· μα αυτή, αυτή 'ναι σίγουρα

η πρώτη

νύχτα στον κόσμο

κι ας μοιάζει με περίλαμπρη αυγή,

Λέγανε και για πρώτη φορά κινούσαν
Πιο κοντά στο κτίριο, με μεγάλη όμως

προσοχή

Μην τους καταπιεί μέσα στους βαρείς
Μεταλλικούς του χτύπους ολόκληρους,

Μετά, τονίζανε, θα πάει να τη πουλήσει
Στο λιμάνι της Βηρυττού απ' όπου θε να

φθάσουν

τα μπαχαρικά και η πανώλη

στο Πόρτο Πιζάνο,

Κι ύστερα, συμφωνούσαν όλοι ενώ
Είχανε πια περικυκλώσει το παλαιό

εργαστήριο της Άλτα Βίλλα

στο ανύποπτο Μάιντς ,

Ύστερα θα πάει να την μελετήσει
Ο ίδιος να γίνει δάσκαλος, είπανε

Και γελάσανε συγκρατημένα και
Για λόγο ανεξήγητο ενώ πειράζαν

Ο ένας τον άλλον με διφορούμενα
Αστεία· τα μάτια τους έμοιαζαν με

κελλιά στο σκοτάδι,

Και

Από τα στόματά τους έβγαινε θειάφι,
Ενώ τα χέρια τους δεν ήταν παρά μια

μακρά

Θλίψη στην απτότητα του ανθρώπου·
Μπροστά τους, οι χιλιάδες Μπύργκερ

Που διαχέονταν στην Ευρώπη μοιράζαν
Και αυτοί αντίτυπα της Βίβλου σε όσους

Νεκρούς συναντούσανε στον δρόμο τους
Να κοιτάνε με τα μάτια κλειστά προς τον

ουρανό,

Ενώ

Πίσω τους το μεγάλο βουνό φλεγόταν,
Όμως αυτοί δεν υποψιάζονταν τίποτε

ακόμα·

Οι καπνοί που είχαν κατακλύσει την
Ήπειρο και εξ αυτής την οικουμένη

όλη,

Λέγανε,

Μπορεί να ήταν και η ανάσα του
Διαβόλου,

Όμως το βουνό φλεγότανε ακόμα·
Ποιο βουνό, ρωτούσανε, εμείς δεν

βλέπουμε κανένα,

Και φαινόνταν ειλικρινείς και όλο
Σχεδιάζανε και ξανασχεδιάζαν τα

πανεπιστήμια και

τους στρατώνες

Καθώς και τα ταξίδια για το μαύρο
Πιπέρι στη Μαλαμπάρ,

Ενώ πίσω τους, λιγάκι πιο κει
Το μεγάλο απλησίαστο βουνό

Φλεγόταν πιο δυνατά ακόμα·