Friday, January 13, 2012

LA BELLE ÉPOQUE

Ο χρόνος όλος είχε καταστεί η δίνη
Της νεαρής χορεύτριας καταμεσής

στο Καμπαρέ

του Σατ Σουάρ

Και οι άνθρωποι οραματίζονταν με
Προφητική νωχέλεια στα πόδια της

Μια κοσμογονία από ηλεκτρικό φως
Και σχόλη Κυριακής εσπέρας σε όλα

τα διαθέσιμα μπουλεβάρ

εντός των Κήπων των Εσπερίδων,

Το δίχως άλλο η κάποια μας αξίζει
Ξεκούραση, έλεγαν με υποβλητική

ευθυμία,

Κατόπιν μάλιστα

της

Τοσαύτης ιστορικής ταλαιπωρίας,
Μηδέ οι καιροί του σαρανταοχτώ,

Ουδόλως οι πυρές της Κομμούνας,
Μήτε η γαλλοπρωσσική βεντέττα

ας μας απασχολήσουν πλέον,

Ήλθε η στιγμή, ξαναλέγαν,

Για να προοδεύσουμε στις τέχνες
Και τις επιστήμες, και αν τω όντι

μια χρυσή εποχή

Επιζητείται από τους ανθρώπους,
Εμείς διόλου απίθανο την πρώτη

εποχή του χρυσού

να επιτύχουμε,

Σκεφτόνταν και επισυσσώρευαν
Ηλιακές ράβδους στα ανήλιαγα

θησαυροφυλάκια

και τηλεγραφούσαν τις ευχές τους

στο μέλλον,

Το οποίο είναι αλήθεια, ερχόταν
Γρηγορότερα απ' όσο περιμέναν

Τόσο γρήγορα όσον αναδινιζόταν
Η νεαρή χορεύτρια ανάμεσα στις

εύθυμες βοές και τις ιαχές,

Ωσάν κούκλ΄αυτόματη και δαίμων
Ενός αιεί φυγόδικου ανά τις εποχές

πεπρωμένου

που δεν είχε τελεσθεί ακόμη·

Κούκλα τρελλή και μύλος θεόθεν

Που στ' ανοιγοκλείσιμο των ματιών
Της υπεράστραψε κάποια στιγμή το

πρόσωπό της

στο ηλεκτρικό φως

Και σε μια

Λάμψη που δεν εφανέρωνε τίποτα
Ει μη αναπροσαρμοσμένο σκότος,

Εκείνο πάντοτε της ίδιας και αρχαίας
Νύχτας, της άδειας, της προϊστορικής

θεών

ακόμα σκοτεινοτέρων,

Που είναι αλήθεια, από τόσον παλαιά
Ανέμεναν εισέτι να βγει ο κόσμος από

το καμπαρέ

και να σβήσουν τα

φώτα·

Παγωμένα αγάλματα στην βροχή,
Φαινόνταν πρόθυμοι μέσ'στην όλη

αταραξία τους

Να περιμένουν γι' άλλη μια φορά
Ώσπου να περάσει

και αυτή η εποχή,

Όχι όμως για πολύ·