Thursday, September 22, 2011

IN HET MIDDEN OP DE DAG

Οι άνθρωποι, λέγανε, έφευγαν ολοένα
Πιο μακριά από τις πόλεις προς τα πιο

Απόμερα σημεία του Χάρενκαρσπελ
Ενώ στον ορίζοντα εμφανιζόταν από

το πρωί

Ένα κολοσσιαίο χρυσό σύννεφο, που

εγκυμονούσε τον θεό·

Υπήρχε πρόδηλη ακαταστασία στην Γη,
Τα μυρμήγκια δεν βγαίναν πλέον απ' τις

φωλιές τους,

Οι άνθρωποι δεν ξεύραν πια λατινικά,
Οι λαχειοπώλες τρεκλίζαν έξω από τις

πόλεις

με άδεια κοντάρια χωρίς λαχνούς

Και οι γύπες πετούσαν σαν σκιές γύρω
Από ένα εξωκκλήσι του Βάρμενχουζεν

Επαιτώντας ψιχία θανάτου από τους
Εγκαταλελειμμένους σιτοβολώνες της

δημιουργίας·

Ο κόσμος, από την άλλη, χαριεντίζετο

μέχρι πρότινος με

Τις λιγοστές ελπίδες ότι το ανθρώπινο
Θηρίο κοιμάται από την νάρκωση του

πολιτισμού ακόμα,

Καθώς τα γερμανικά στρατεύματα,

Έλεγε το ραδιόφωνο

Κατέλαβαν το Άμστερνταμ χωρίς την
Παραμικρή αντίσταση και σε ολίγες

ώρες·

Στην δε ύπαιθρο του Χάργεν

Ο καιρός έδειχνε ολικά συννεφιασμένος
Χωρίς να πέφτει ωστόσο ούτε μια στάλα

της βροχής

ενώ κατά τα άλλα

Η φύση παρέμενε γαλήνια και ο αχός των
Λουλουδιών καθώς εσύρετο από το απαλό

αεράκι

Υπεμνημάτιζε οσαύτως την κατίσχυση των
Ημιφώτων πόθων της ανθρωπότητας επί

της αιεί

κεκτημένης τραχύτητας του χρόνου·

Υπήρχε ακόμα ένα κάρο αφημένο στην
Γωνιά του λιθόκτιστου μύλου και τα δυο

παιδιά που κλωτσούσαν αμέριμνα

ένα τόπι

Στο μέσον της παγκόσμιας ερημίας,

Κι ο ήχος των βαρέων ερπυστριών καθώς
Προήλαυναν στο δρόμο προς τον βορρά

Διόλου δεν απέσπασε την προσοχή τους
Από το ολιγοστό παιγνίδι των ημερών·

Το δε τόπι που χτύπησε στην κάνη ενός
Άρματος και εξοστρακίστηκε προς τα

αχανή βάθη της πεδιάδας

δεν φάνηκε

να ανησύχησε τους ηνιόχους του,

Και πάνω από τον απέραντο, διαρκή
Μέσα στην ίδια εκκρεμότητα των δυο

χιλιάδων χρόνων,

κόσμο,

Το μεγάλο χρυσαφένιο σύννεφο
Λέγεται ότι πεινούσε ακόμα πολύ

για ολοένα

περισσότερο χρόνο και Ιστορία·

Πεινούσε ακόμα, είπανε, και για

Ένα κειμήλιο αθωότητας μαζί
Μήπως τυχόν ανευρεθεί σε όλως

πιστοποιημένο ίδιο

και από παντού

αρχαίο, αρχαιότατο Κενό·

Όπως εν τέλει αυτό ακουγόταν
Πάντοτε σαν μια απρόκλητη

μεσημβρινή ερπύστρια

της οιονεί φρίκης των ανθρωπίνων

και στο κέντρο

Μιας παγερά ανέκφραστης μέσα
Στο χρόνο

Συμπαντικής υπομονής·