Sunday, September 25, 2011

LAC LÉMAN ou L'Humanité Éternelle

Κατ΄εκείνο το βαθύτερο απόγευμα
Ότε ο ουρανός καθίστατο βαθμηδόν

Ένα όλως ανεωγμένο αμφιθέατρο των
Άστρων πάνω από την ανθρωπότητα,

Το πλοιάριο που κατέφθανε από το
Βαλαί στο Μοντρέ ήταν γεμάτο από

φώτα,

Ίδια φώτα παλαιά· αρχέγονα τόσο
Όσο και οι δρυμοί που παρέμεναν

στο βάθος του τοπίου

σιωπηλοί

Την

Προωθημένη κίνηση του σκάφους
Παρακολουθώντας με μάτια άδεια

θεόθεν·

Φώτα μιας βασιλείας ανεπίγνωστης
Στην γαία και οριστικής που έφαινε

Καταμεσής της νωχελικής λίμνης ωσάν
Μια ισχύς αναντίρρητη της κατάληψης

της ζωής

από ανυπόμονους επισκέπτες·

Η δε ευθυμία των απροκλήτων φωνών
Και η ζωηρή έξαψις των επιβατών, δεν

Ήταν σίγουρο πως αφορούσε την μία
Συγκεκριμένη στιγμή της επικειμένης

αποβίβασης,

Έδειχνε σαν να έρχεται από τόσο μακριά
Στον χρόνο, όσο και μια νύχτα ή πρωινό·

Υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι αφημένοι
Στην προβλήτα που ανέμεναν την λήψη

των ερχομένων,

Το δε ισχυρό αεράκι ενόσω ράντιζε με τις
Σταγόνες εσπερινής αύρας τα πρόσωπα

των συνωστιζομένων προώρως

στην πλώρη για την έξοδο

Κυμαίνετο σαν απόπειρα συνομιλίας
Με πνεύματα εγκαταλελειμμένα από

Χρόνους που ζούσαν ακόμη σκιωδώς και
Παραπλεύρως των χαρωπών εισβολέων·

Ο Σέλλεϋ, η Μαίρη, ο Βύρων φαντάζανε
Εκ του σύνεγγυς μη ορατοί, και απείρως

απομεμακρυσμένοι

σε απόσταση αναπνοής

Καθώς το άγαλμα της Κυράς της Λίμνης
Στοχαστικά ανέμενε την γένεση της νέας

ζωής

στο γραφικό Μοντρέ·

Υπήρχε εν γένει μια ήρεμη και ευχάριστη
Ακαταστασία στο όλο φυσικό σκηνικό,

Τα φώτα παρέμεναν ισχύοντα όσο και ο
Θεός στο σύμπαν, η νύχτα ερχόταν σαν

κοσμικός έρωτας

Και

Η κορμοστασιά της ωραιοτάτης  μορφής
Μα τα γαλάζια μάτια και τα ευδιάκριτα

από μακριά

σφύζοντα από παλμό ζωής στήθη

Υπογράμμιζε την χυμώδη αιωνιότητα
Μιας ατέρμονης επαφής ανάμεσα στον

άνθρωπο

και τον αγρυπνούντα κόσμο

γύρω του·

Μια γένεσις συμπαντική σίγουρα ετελείτο,
Ένα νέο κύμα των ψυχών, θα 'λεγε κανείς,

Προσάραζε στην ουδέτερη πραγματικότητα
Για ν'αναγεννηθεί από την μήτρα της λίμνης,

Τα νερά, οι δρυμοί, τα φώτα, οι άνθρωποι
Ισορροπούσαν ξαφνικά και αναπάντεχα

τόσο

σε μια νέα διαθήκη ανάμεσα στον θεό και

τους παρευρισκομένους,

Σαν ανίκητος μαγνήτης εσταλμένος από
Δυσεξακρίβωτες ουράνιες επικράτειες κι

επικολλημένος

σθεναρότατα

σε νου και σάρκα,


Την μία παγκόσμια ευωχία της αγάπης
Γι' αυτήν την κτιστή, όλως ύλη φθαρτή,

Προκαλώντας με παιγνιώδη σοβαρότητα
Τον καθένα

Εύκολα να μην προσπεράσει·