Wednesday, September 7, 2011

HOLOCENE NEOLITHIC

Τόσο αγριωπή η ηρεμία της νύχτας
Δεν ήταν παρά το προμήνυμα της

Γιορτής αιώνων πολλών που ανήκαν
Σε εποίκους μιας μακράς ονειρικής

όχθης της ζωής,

Καθώς καταφθάναν συνέχεια σαν μέσ΄
Από σκληρό σκοτάδι που κοιλοπονούσε

Την πάση θυσία κατοχή του φαίνεσθαι
Στην μια κάποια, ορισμένη, οικουμένη·

Τόσο κοντά στον ουρανό ακόμα, όμως
Και τόσο απομεμακρυσμένοι από κάθε

μέλλον,

Ώστε

Δεν τους ήταν εφικτό να κάνουν άλλο
Τι, από το να περιμένουνε κάθε φορά

Τον ερχομό της αυγής στο πεινασμένο
Στερέωμα του Κάιν, και να οργώνουν

κάθιδροι

την προπατορική

σιγή του πραγματικού·

Γεννήτορες και επίγονοι μιας φαντασίας
Ενός βυθιζομένου μέσ' στο δικό του απτό

όνειρο

δημιουργού,

Που περιφερόταν άγνωστος μέσα στους
Πρωτανθρώπους, ο ύστερος άνθρωπος

αυτός

Χαρούμενα λικνίζοντας στο φωτεινό του
Σπήλαιο αμέτρητες επιθυμίες του χρόνου

σε σχεδόν παιδικά μάτια·

Απέξω, οι πρώτες σιδηροτροχιές και τα
Βαγόνια των τραίνων κάνανε ήδη σαν

Σε δριμεία οπτασία και μέσα σε χάσμα
Ουράνιο την αλύγιστη εμφάνισή τους·

Οι σχεδόν ημιάγριοι άνθρωποι δεν
Έβλεπαν τίποτα,

Και

Με ύφος που 'χε κάτι από παράκληση
Και αμεριμνησία συνέχιζαν να κοιτούν

προς την ανατολή του ήλιου,

Την

Φωτιά που 'καιγε μέσ' στην ψυχή τους για
Ένα βασίλειο οριστικό στο μεγαλιθικό τους

ίσκιο

Σιωπηλά λησμονώντας στο άροτρο που
Ανέσκαβε την γη σαν πεινασμένο δόντι

του μυστηρίου·

Μυστήριο τέτοιο,

ανυποχώρητο πραγματικά,

Που 'θελε δεν ήθελε στα δικά τους χέρια
Μόνον, τα χιλιοβασανισμένα τόσο από

Την ξέφρενη απτότητα που είχε ξεχυθεί
Στον κόσμο, θα έπρεπε ζωντανό ξανά

να κρατηθεί

Έως την άλλη

σωτήρια άκρη του χρόνου·