Monday, September 12, 2011

FRA NORGE TIL EVIGHETEN

Στις φυγόκρημνες βραχοσειρές του
Σόνεφγιουρ που επιθεωρούσανε με

την σιωπή ιερατική

Tα σαν απ' την αρχή της Γαίας ύδατα
Υπνωτισμένα προς τον παγετώνα του

Χάρμπαρσμπρέεν,

και πάνω στα

Πιο υψηλά σημεία τους που ενώναν
Όχι τον ουρανό με την γη, αλλά τον

άνθρωπο με τον ανεξιχνίαστο

ίλιγγό του

προς ό,τι πιο κοντινό του,

Έλεγαν οι κάτοικοι του Σγιούλντεν
Όταν ολόκληρος ο κόσμος μαζί με

τις σκιές του

βυθιζόταν στο ηλιοβασίλεμα ενός

χωριού μόνον,

Πως εκκρεμούσε ένα φως πάνω στα
Μάτια των ανθρώπων σαν ψυχή που

Αναζητούσε μια έξοδο προς την ζωή·
Δεν είναι φως ηλίου, εξηγούσαν, μηδέ

Ερχόμενο κι απ' άλλη φυσική πηγή,
Είναι το φως μας, προσέθεταν με το

Κεφάλι ντροπαλά κατεβασμένο και
Έδειχναν προς τα αιώνια βουνά που

Κοιμόνταν μέσα στο χρόνο,
θα'λεγε
Κανείς σαν με το 'να μάτι ανοιχτό

Την μία ευκαιρία περιμένοντας για
Να μιλήσουν·
είναι το δικό μας φως,

ξαναλέγαν

Και μαζευόνταν στα σπίτια τους από
Νωρίς νυκτοπατώντας τόσο ελαφρά

Όσο κι ένας κόσμος που δεν βλέπανε
Στην άκρη των βλεφάρων τους· ήταν

Κατά τα άλλα μια χειμωνιάτικη εσπέρα
Στο τέλος των αθρόων συμβάντων, και

στο μεταίχμιο

Ανάμεσα τοπική ζωή και σε μια νύχτα
Που 'μοιαζε να 'ρχεται απ' την καρδιά

του γαλαξία·

Υπήρχε ακόμα η τόση ερημιά σε όλους
Τους δρόμους και τίποτε δεν φαινόταν

πως ημπορούσε

Να επιβαρύνει το απαλό θρόισμα των
Ανθρώπων στα περιθώρια ενός χρόνου

Που καταδυόταν όπως κάθε φορά στο
Οικείο του βάραθρο, και ετοιμάζοντας

την επιστρέφουσα δόξα της αυγής·

Το δε θρυλούμενο φως δεν είχε φανεί
Πουθενά σήμερα στην γύρω περιοχή

και

Οι κάτοικοι

Φαινόνταν όχι ιδιαίτερα ανήσυχοι γι'
Αυτό, αν και ολοένα είχανε τεταμένη

την προσοχή τους

Μήπως κάποιος εμφανιστεί·

Αν θα ήταν ο θεός, ή οι θεοί της Άσγκαρ,
Ή ακόμα κι ένας ταξιδιώτης, έμοιαζε να

μην έχει σημασία

για το χτισμένο σαν μάσκα πάνω

στο βραχώδες πρόσωπό τους

Λιτό χαμόγελο της απόλαυσης· γύρω
Πάντα από την ίδια αναμμένη εστία

που είχε

Την ιδική της ζωή, αιώνια και σχεδόν
Φιλική προς την πλήρη ανθρωπότητα·

Το δε ανακάτεμα των ξύλων καθώς απ'
Έξω, ο άνεμος άγνωστος της ζωής σαν

μέσ' από χίλια σύμπαντα

βογγούσε ό,τι 'χε απομείνει απ' το

πέρασμα της ημέρας,

Φάνταζε σαν να ξαναμοιράζει την ίδια
Την γη στους άτυπους κατόχους της,

Τις πιο κρυφές σκέψεις τους, προσμονές,
Ελπίδες, βεβαιότητες και τις αμφιβολίες

Αναμειγνύοντας

με στάχτες και σπινθήρες μαζί·