Sunday, September 4, 2011

ΑΡΚΤΙΚΗ ΕΥΛΟΓΊΑ

Στις όχθες του ποταμού Τσετύρεχ κοντά
Στα βουνά Μπυρράνγκα του Ταϋμύρ και

Ελάχιστα πιο μακριά από την τούντρα της
Βορειότερης νύχτας, υπήρχε, ελέγετο απ'

Όλους τους νομάδες, ένας θεός που κοιμόταν
Και ονειρευότανε τα φίδια της αυγής με τα

κόκκινα μάτια

Που σέρνονταν βαρειά σαν σε θανάσιμη
Αρρώστεια σε ολόκληρη την επικράτεια

Από το Γιακούτσκ μέχρι το Κρασνογιάρσκ
Και απ' το Βερχόγιανσκ ως το Ουστ-Αβάμ

Ερημώνοντας από το τρόμο τις σκηνές των
Αγαθών Νγκανάσαν που σκορπίζονταν στη

Τούντρα γρήγορα, με ένα στραβά φορεμένο
Καπέλλο να κάνουν σήματα κινδύνου στην

ερημιά,

Ήτανε, λέει, ο άνθρωπος που γεννήθηκε από
Το πυρ των άστρων και το θαμμένο αυγό του

πιο αρχαίου όφεως στο κόσμο

Και έκτοτε κατά πως θρυλείτο μπορούσε είτε
Σα θεός να παραμένει επί της γης, είτε σαν τα

όνειρα να εισχωρεί στους

Ύπνους των κοιμισμένων ωσπού να χαθεί μέσα
Στην ίδια τους τη ζωή, σαν ένα φάντασμα που

Θα 'παιρνε ύπαρξη απ' τις δικές τους κινήσεις
Και ομιλία από τα δικά τους λόγια, μια σκιά

Κολλημένη στους ανθρώπους με δική της ζωή
Και ένας αργός κόλαφος του δάνειου αίματος

στους άδειους κροτάφους τους,

Ο Λέχτι ωστόσο δεν απεφάσιζε τι απ' τα δυο,
Μήτε θεός να γίνει ήθελε μήτε σαν όνειρο να

πλέει

Ανά τον κόσμο, έλεγε πως προσπαθούσε να
Ξαναγυρίσει νομάς ανάμεσα στους νομάδες,

κι ήταν γι' αυτό ο

Νεκρός που δεν πέθαινε κι ο ζωντανός που δεν
Ζούσε, όταν τη νύχτα εισέβαλε στα όνειρα των

ανθρώπων

Και το πρωί γυρνούσε μ' ένα χρυσό ελάφι στην
Αγκαλιά του που το άφηνε να πετάξει ψηλά

Σαν ο λαμπρότερος μανδύας του ουρανού στον
Κόσμο προβάλλοντας το ηλιακό φως ξανά στο

αστρόλευκο στερέωμα,

Μην τον ξυπνάτε, λέγαν στους ανθρώπους
Οι Σαμογέτες σαμάνοι, είναι νύχτα ακόμη,

Αφήστε τον να κοιμηθεί και το πρωί όταν
Θα επιστρέψει στο σώμα του, κεράστε τον

Κρέας σκύλου και γάλα και αφήστε τον να
Μιλήσει· δεν είναι εδώ και ωστόσο εκείνος

Μας κοιτάει με το λίθινο βλέμμα του, είναι
Εδώ και παρ'όλ'αυτά η ψυχή του διαφεύγει

Στους πάγους όπου και κλονίζει την στήλη
Του θανάτου με μια του λέξη διώχνοντας τα

Πτηνά από το έδαφος και τα ψάρια από τον
Αέρα, ο Λέχτι είναι η βρόχινη μνήμη μας που

αργοσβήνει φωτοβολώντας,

Έλεγαν οι σαμάνοι και πίνανε γιάκι ώσπου
Κατέληγαν κάποτε να τρεκλίζουν μέχρι το

χείλος του κόσμου,

Ενώ τα παιδιά που 'χανε ήδη κυκλώσει τον
Ξένο, του ζητούσαν επίμονα να τους ορίσει

Ξανά ποιος ο νέος σαμάνος ανάμεσα σ' αυτά·
Εσύ γνωρίζεις μόνο Λέχτι, του λέγανε, εσύ που

Μοιάζεις να 'ρχεσαι σαν απ' την κοιλάδα των
Νεκρών με μια βασιλεία στα μάτια που λιώνει

Σαν τον πάγο στο μυαλό του θεού όταν χτίζει
Τις λέξεις από την αρχή, εσύ Λέχτι, κοιμάσαι

Και όμως φαίνεσαι σα να κατακρατείς την γη
Στην ανάλαφρη ανάσα σου και χάνεσαι στην

Ομίχλη σαν ολόκληρος ανθρώπινος ορίζοντας
Που στη φυγή του σχίζει την ροή του ανέμου

Σε δυο νύχτες, μα είναι Λέχτι η πρώτη νύχτα
Του κόσμου και η δεύτερη των ανθρώπων η

πιο βαθειά,

Όμως εσύ πηγάζεις φως από το σώμα σου και
Όταν ομιλείς ακόμα και τα νερά του Ταϋμύρ

Παύουν ευλαβικά να κυλάνε για να σ' ακούσουν
Και όταν αφήνεις λυτούς τους στίχους σου στις

Σπηλιές, γυρνούν οι Νγκανάσαν βωβοί πίσω στις
Σκηνές τους, ζώντας και πεθαίνοντας μία ζωή σε

μια στιγμή χυμένου σαρκοβόρου φωτός,

Λέχτι, ούτε θεός είσαι μα μήτε και άνθρωπος
Ακόμα, και όμως, την γλώσσα των θεών την

Κάνεις γιάκι να μεθά τα μυαλά των σαμάνων
Και εκείνη των ανθρώπων την ξηλώνεις από

Το δάπεδο του στόματός τους και την ρίχνεις
Στην λεπτότερη φωτιά, απ'όπου πετάει χίλιους

Σπινθήρες στα άβατα της Σάχα, εκεί απ'όπου
Ζωντανός δεν έχει διαβεί ακόμα παρά μόνο ο

λόγος σου Λέχτι,

Μίλησέ μας ξανά και όρισε ποιος ο καλύτερος
Ανάμεσά μας και την μία θέλησή σου εμείς θα

ακολουθήσουμε,

Του λέγανε, μα εκείνος είχε ήδη βγει έξω από
Τη σκηνή και στεκόταν ανάμεσά τους σαν ο

άξονας του κόσμου

Ενώ απ' τα χέρια του φλογοβολούσαν ξανά
Τα μυριάδες νήματα της αρπαγής και χαμού

των θνητών

Ακίνητος σαν θάνατος στο κέντρο της τούντρας
Και φωτεινός σαν μια ζωή έτι υπεσχημένη στις

καρδιές των νομάδων

Να μην έχει φίλους φάνταζε παρά μόνο σύμπαντα
Και είπαν ακόμα πως δεν είχε ούτε εχθρούς παρά

μόνο τρελλούς

Που τραυλίζαν λυπημένα τα λόγια τους όταν τονε
Πλησίαζαν,

Τη βαρειά στάχτη τους αφήνοντας

στο ανεξιχνίαστο έλεός του





**********************************************************

Το ποίημα από την ενότητα "De Stijl" με νέο τίτλο και ελαφρώς τροποποιημένο σε μερικά σημεία του.