Thursday, September 1, 2011

KIEVAN RUS

Αυτός ο νέος κόσμος, Ιγκόρ, είναι
Προορισμένος να φλέγεται στους

αιώνες

χωρίς λυτρωμό

Την νύχτα θεού αγνώστου πάντα
Εξαργυρώνοντας για το φως μιας

κυριαρχίας

στα έθνη

Τόσο εκκρεμούς όσο και μια λέξη
Των Βαράγγων καταμεσής αυτού

Του αναίτιου ντόπιου όχλου, εδώ
Κι αιώνες χιλιοπαρατημένου στα

περιθώρια

Μιας Ιστορίας που ακόμα δεν την
Γράφουν οι νικητές αλλά η νίκη,

έλεγε

ο πρίγκηπας Όλεγκ

Στον γιο του που ανυπομονούσε
Να κατακτήσει όχι ακριβώς την

γη

Αλλά την μία εκείνη σκιά της που
Απλώνετο απειλητική μέσ' από τα

Μάτια των οιονεί απολυμένων από
Τους ουρανούς Χαζάρων, δριμείς

τόσο

καθώς κατέπιπταν

Ως οι ακρίδες του πραγματικού επί
Των ονείρων κάθε αυτοκρατορίας

Υπενθυμίζοντας στους ηγεμόνες πως
Η Ιστορία δεν ορίζει άλλο τι παρά την

Συνέχεια της Φύσης με άλλα μέσα

Και την ασυνέχεια του Ανθρώπου στην
Περίφωτη από κινδύνους χαράδρα του

πρόσθιου χρόνου·

Κι εσύ, Ιγκόρ, δεν εννοείς ακόμα πως
Τούτος ο λαός δεν προσανατολίζεται

Σε

Κανένα βασίλειο από μόνος του ει μη
Στην αναρχία της επικαιρότητας της

καρδιάς του

Που τονε κάνει ατελεύτητα μέσα στα
Χρόνια να ρέει σαν θάλασσα και ποτέ

σαν ποταμός μυστικός

σε ανύποπτη πεδιάδα

Και τον αποσπά εύκολα τόσο από τα
Φροντισμένα ψηφιδωτά της εποχής

του

για χάρη

Ενός ημιβάρβαρου λίκνου του μυαλού,
Όπου οι φρενήρεις δυνατότητες ακόμα

Του επιζήν είναι τόσο αγνές και καθαρές
Όσο και μια θηριόφωτη κραυγή μέσ' απ'

τα παντοδύναμα σκοτάδια του θεού,

Ότι

Οι Ρως, Ιγκόρ, δεν ημπορούν παρά να
Κυριαρχούνται στους πυρρούς αιώνες

αν δεν θέλουν να κυριαρχούνται,

Και δεν μπορούν ακόμα παρά να ζουν
Πολλές φορές το ίδιο πράγμα αν δεν

θέλουν να το ξαναζήσουν,

Ποτέ

Τον εξορκισμό και την οικειοποίηση του
Θανάτου μην χαλαρώνοντας στα λυμένα

από την μέθη εσώψυχά τους,

Κι εμείς, αφήσαμε την γη του απώτατου
Βορρά προς όφελος ενός σφύζοντος για

Όρμηση στο κόσμο αίματος, και ιδού οι
Βάραγγοι, δεν κάναν τίποτε περισσότερο

Απ' το να μετατρέψουν αυτόν τον χυμώδη
Όχλο σε κερδώο επί των βασιλείων απειλή,

Ότι είναι αλήθεια Ιγκόρ, πως ο άνθρωπος
Δεν συνιστά ακόμα κάτι πλείον της σκιάς

του

Και οι σκιές των άλλων εγγύς του δεν είναι
Παρά όλες μαζί ένα το δάσος του θανάτου

που κρύβει εντός του

ένα και μόνο το ξέφωτο της ζωής,

Ιγκόρ,

Σε αυτό το ξέφωτο οι Ρως εβγήκαν πολύ
Νωρίς και δεν αντίκρυσαν παρεκτός την

φωτιά

Που αδυνατεί να κάψει άλλους εκτός από
Τους ίδιους· μα και ακόμα είναι αδύνατον

Να φωτίσουν με αυτήν το έθνος τους, και
Αυτό να το θυμάσαι, αν δεν φωτίσουνε τα

άλλα έθνη

ταυτόχρονα·

Τούτοι οι άνθρωποι οι ασυνάρτητοι, τόσο
Κοντά και τόσο μακριά από τον οφθαλμό

του

Όντιν,

Και

Το Κίεβο ολόκληρο προορίζοντας να μένει
Αιεί το απορημένο φάντασμα της Άσγκαρ,

έλεγε ο πρίγκηπας Όλεγκ,

αυτοί οι άνθρωποι είναι

Ο θαμπός καθρέπτης της ανθρωπότητας,
Στη λογική της στέππας μεταφράζοντας

την φαντασία της πόλης

Και στο αίμα της καρδιάς τους θηκεύοντας
Με δίχως λέξεις, τους δρόμους μιας νόησης

Εκστατικής των αιωρουμένων γύρω από τις
Φωτιές του πολιτισμού θεών της ανησυχίας·

έλεγε

Και ολοένα αμφέβαλε στο κατά πόσο ο
Γιος του τον κατανοούσε ειλικρινώς, οι

δε

ιαχές

Των πολεμιστών έξω από την σκηνή του
Τον επανέφεραν γρήγορα στην οπτασία

της Πόλης

και του Βοσπόρου

Που

Εκείντο όχι τόσο μακριά του ήδη στην
Υπεραιώνια φωτοπλασία μιας αίγλης

Ονειρικής για τους πολεμιστές,

Που η Ιστορία δεν είχε καταφέρει να
Εξορκίσει στην εγρήγορσή της ακόμα·

Τυχοδιώκτης ή όχι, φιλοπόλεμος ή μη,
Δεν φάνηκε να αναρωτήθηκε ούτε για

μια στιγμή

Αν αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν
Λιγότερο ή περισσότερο πραγματικό

από τον ίδιο,

Στην αλύγιστη βούληση του ανθρώπου
Να μην παραμένει ποτέ στον εαυτό του

για πολύ

και να οδεύει έξω του

το γρηγορότερο

Πρόσχαρα ομονοώντας και με ευθυμία
Περισσή,

Ένα βήμα ακόμα μην διστάζοντας να
Κάνει

Προς την ακαταμάχητη παμμειξία
Της ζωής ολούθε·