Thursday, May 5, 2011

SPITSBERGEN

Αυτές οι τεράστιες αντλίες που τόσο 
Άπληστα αναρροφούν το πετρέλαιο 

από την θάλασσα, 

κάποτε έχω την εντύπωση 

Πως ανασύρουν από τα ολόδικά μας 
Έγκατα ψυχής, όχι ακριβώς την ζωή 

αλλά την πείσμονα νύχτα της, 

Έλεγε κουρασμένα ο ένας γεωλόγος 
Στον συνάδελφό του που είχε γείρει 

Στο κομπιούτερ του και παρατηρούσε 
Τους αιωνόβιους χάρτες, οι οποίοι και 

ωμοίαζαν 

Με στρώματα κυττάρων του χρόνου, 
Να κατεπισύρουν την αργόσυρτη λήθη 

σε όλη την σκιώδη υδρόγειο· 

Πλάση σκοτεινή, αλήθεια, τόσο, όσο 
Και αυτό το κατάμαυρο νέκταρ της 

θάλασσας του Μπάρεντς, 

συμπλήρωσε ενώ του προσέφερε μια κούπα 

από εξίσου μαύρο καφέ, 

Κοίτα όμως έξω τα νερά, Μυρκ, πόσο 
Μοιάζουν να έχουν κοπάσει σε μιαν 

ακροτελεύτια ηρεμία, 

Τόσο σπάνια ορατή για την περιοχή 
Αυτή· σαν ολόκληρο το σύμπαν να 

Αναμένει κάτι και να κατακρατάει την 
Ανάσα του στους αστραίους θόλους του 

μην τυχόν και του διαφύγει 

την υστάτη στιγμή· 

Είπε και φαινόταν πια σαν να μην τον 
Χωρούσε όχι ο τόπος αλλά ο εαυτός του· 

Εσύ τι λες αλήθεια ότι θα μπορούσε να 
Είναι, Λύσχυς, εκτός από τον ίδιο τον 

χρόνο ίσως, 

Είτε ευθύγραμμος είτε κυκλικός μα πάνω 
Απ'όλα ο κυκλωτικός χρόνος, ελεύθερος, 

Που μετακινείται από ημέρα σε ημέρα 
Τόσο δυσεπαίσθητα προς την φλοιώδη 

αντίληψη των ανθρώπων οι οποίοι 

Μπορούνε βέβαια και βλέπουν πάντα 
Το ηλιόφως όμως σπάνια αποτολμούν 

να κοιτάξουνε κατάματα 

τον ήλιο· 

Τον αντερώτησε τότε χαμηλόφωνα 
Ο συνάδελφός του πίνοντας αργά 

τον καφέ του, 

καθώς κοιτούσε 

Νωχελικά την φωτεινή οθόνη εμπρός του 
Να τρεμοπαίζει αλλόκοτους χρωματικούς 

τόνους,

Όμως πες μου πραγματικά, Λύσχυς, 

συνέχιζε να λέει, 

Πόσο μπορεί πάντοτε να τυφλωθεί 
Ένας τυφλός περισσότερο, και να 

Αποχωρήσει από το έρημο νησί της 
Ομιλίας ένας βουβός παραστάτης της 

δικής του ζωής πόσο πιο πολύ ακόμα; 

Συμπέρανε

Και πρόσεξε την οθόνη που 'μοιαζε να 
Αντιφεγγίζει την μεγάλη νήσο και τα 

πολικά παγόβουνα ολόγυρά της· 

Κι εγώ σου λέγω, Μυρκ, πως αυτός ο τόπος 
Φαντάζει κάποτε επίμονα ως η κατοικία του 

ίδιου του χρόνου, 

Όταν επιστρέφει αργά κάθε νύχτα για να 
Απολήξει στοχαστικά στην απεραντοσύνη 

του ωκεανού 

έχοντας ήδη τελειώσει 

Την σαρωτική του περιπολία του ανά τις 
Τέσσερεις άκρες της Γαίας· εδώ μάλλον 

αναπαύεται και ο ίδιος 

μέσα στην απρόσιτη ιερότητά του· 

Ήλθε η φωνή από την άλλη πλευρά, και 
Ανασιώπησαν και οι δυο, προσπαθώντας 

και αυτοί, 

όπως και ολόκληρο το σύμπαν γύρω τους, 

να ακούσουν κάτι· 

Άκου, Λύσχυς, τα νερά αρχίζουν ξανά να 
Παφλάζουν, σαν μια σκέψη να χάιδεψε την 

επιφάνειά τους 

και να τα έβαλε σε κίνηση πάλι· 

Είπε 

Ελαφρά ξαφνιασμένος ο συνάδελφός του 
Και σηκώθηκε να ρίξει μια ματιά από το 

παράθυρο, 

Ενώ ο Λύσχυς φάνταζε σαν να είχε πέσει 
Σε νάρκη αθανασίας με τα βλέφαρά του 

ασάλευτα 

σαν να μην τους επετρέπετο να κλείσουν, 

Έδειχναν ωστόσο να συνέρχονται και οι 
Δυο τους γρήγορα, καθώς έξω τα κύματα 

της θάλασσας ανακτούσαν 

τον γνώριμο ανήσυχο ρυθμό τους· 

Μόλις ήρθε και πέρασε ο χρόνος, Μυρκ, 
Αυτό ήταν· για τόσο λίγο μόνο κάθησε 

στο σπίτι του 

Όσο ακριβώς και η πρώιμη ανάσα της 
Ζωής που ήχησε για άλλη μια φορά απ' 

το υγρό στοιχείο· 

Ακούστηκε 

Η διαπίστωση ως εάν ήταν η αναγγελία 
Της επανεκκίνησης του κόσμου από το 

άγνωστο σημείο ένα και όχι μηδέν· 

Σε μια Σχισμή του βλέμματος των επουρανίων 
Μπορέσαμε να υπάρξουμε αθρόα ως οι 

συνομήλικοι της θάλασσας, 

Μυρκ, 

Όχι όμως για πολύ· ιδού είμαστε γι' ακόμα 
Μια φορά, οι γνωστοί άνθρωποι από τον 

προσπελάσιμο κόσμο, 

Μην κατακρατώντας περισσότερο για μας 
Κάτι από το στιγμιαίο incognito του θεού· 

Είπε με φωτεινότερη θλίψη και σηκώθηκε 
Να ξαναρχίσει τις δουλειές του ως συνήθως 

ενώ ο συνάδελφός του 

Φαινόταν σαν να περίμενε κάτι ακόμα 
Από το αρκτικό φως και την θάλασσα 

που το πήρανε μαζί στην σιωπή τους 

Πιθανώς όχι για πάντα· 

Ούτε και για τόσο λίγο ωστόσο 

Όσο θα επέτρεπε στο ανθρώπινο είδος 

 να αναθυμάται συχνότερα 

Εκείνη την έμφυτη τάση του, που το 
Κάνει κάποτε να φωτοβολεί από το τίποτα 

Ως εν το παν, 

μίας αιώνιας ημέρας 

Πάνω από τις βαρειές θάλασσές του·