Tuesday, May 3, 2011

ΟΙ ΠΕΣΣΟΙ ΤΟΥ ΠΕΣΣΟΑ

Μα αυτή τη φορά, σινιόρ Φερνάντου,
Ο καφές είναι όπως ακριβώς τον θέλετε

και ήδη

Έχετε ζητήσει τέσσερεις φορές να τον
Ξαναφτιάξουμε!, παραπονιόταν πάλι

ο σερβιτόρος

Στον άνθρωπο που τον κοίταζε με το
Διαπρύσιο βλέμμα και την ιερατική

σκιά

στα μάτια του,

Τον βλέπεις Άλιστερ, γύρισε τότε και
Είπε στον συνομιλητή του που ήταν

Απορροφημένος στην σκακιέρα· μάλλον
Δεν μπορεί να καταλάβει πως ο καφές

Είναι σαν την ποίηση, είτε υπάρχει είτε
Όχι, δεν αναλύεται· απλά λύεται σφοδρώς

επί του κόσμου,

Όπως τα υψηλά κύματα που έρχονται με
Βαρύχυμο ορμή από τα μαύρα εσώψυχα

Του ωκεανού

και

Επιπροσκρούοντας πάνω στους βράχους
Ανεπαισθήτως τους λειαίνουν μέσα στους

χρόνους,

Έτσι και η ποίηση σμιλεύει σιγά σιγά την
Ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους και την

αποδίδει πίσω πάλι

στην αρχέφωτη πηγή της·

Συμπλήρωσε και προέτεινε το πούρο του
Ωσάν κάνη αγνώστου όπλου στο άπειρο·

Σαν να ήθελε να τονίσει πως δεν τελείωσε
Ακόμα όχι μόνο τα λόγια του αλλά και το

μαγικό έργο

Της μεταμόρφωσης του βιωτού κόσμου
Μέσα σ' έκλυτο ηλιόφως ιδεών πάν' από

την ντροπαλά συννεφιασμένη

Λισσαβώνα·

Είναι

Απόρρητη δύναμη, η ποίηση, φίλε μου,
Όσο ακριβώς επιμερίζεται ο κόσμος σε

Σκηνές, λόγια, γεγονότα, καταστάσεις,
Ζωή και θάνατο, έρωτα και ατέρμονη

νύκτα

για τους θνητούς,

Άλλο τόσο αυτή περιδιαβαίνει ήσυχα
Τις λεωφόρους της σάρκας και ξανά

τα

συγκεντρώνει

όλ' αυτά

Σε έναν πυρήνα συμπεπυκνωμένου θεού·
Και σε μια δύναμη αείκαυστο και άδμητο

Την οπού ν' αναζητήσει κάποιος να τηνε
Περιγράψει, θα είναι τόσο έξυπνο όσο το

Να προσπαθεί να ανοίξει μια πόρτα που
Είναι ήδη ολάνοιχτη· μα όπως δεν είναι

πάντοτε φανερό

Αγαπητέ μου Άλιστερ, ό,τι αναμφισβήτητο
Και καθαρό κείται στα πόδια των ανθρώπων

δεν είναι ακριβώς γι' αυτό στα χέρια τους·

Επειδή πιότερο η μέρα φέρει τρόμο παρά
Η νύχτα, και ό,τι είναι ελεύθερο στο κόσμο

Δεν εμπνέει παρά ακόμα πιο πολύ την ιδέα
Της σκλαβιάς· είπε και αποφάσισε επιτέλους

να ρίξει ένα βλέμμα στην σκακιέρα·

Δεν σε καταλαβαίνω , Φερνάντου, απάντησε
Ο συνομιλητής του ενώ του εκμυστηρευόταν

ταυτόχρονα

πως κινδύνευε από ματ

δύο κινήσεων·

Τι ακριβώς θέλεις να πεις, πιθανώς ότι η
Ποίηση είναι μια αιώνια μαγεία προς το

κόσμο

Και πως ο ποιητής ως μάγος και αυτός, άλλο
Δεν του μένει να κάνει απ' το να επικαλείται

τις υψίμορφες

και υπερόβιες δυνάμεις του;

Και αν ο κόσμος Φερνάντου, είναι πάντα μια
Τελετουργία από μόνος του, η ποίηση τότε

Φαντάζει σαν η λύση κάθε τελετής μέσα από
Μια παγκόσμια τελετή· δεν έχει άλλο νόημα

το Πνεύμα

μετά την ποίηση να ομιλεί·

Ότι θαρρώ πως

Εκεί το δίχως άλλο είναι το σύνορο ανάμεσα
Στο ανθρώπινο κύτταρο και το θεό· είπε και

Κίνησε τον αξιωματικό του σε σαχ επί του
Βασιλέως του φίλου του, ενώ εκείνος έδειχνε

να τον απασχολεί κάτι ακόμα·

Άλιστερ, Άλιστερ, είπε τότε ο δεύτερος, είσαι
Σπουδαίος μάγος σίγουρα και παρ'όλο που

είσαι δεινός σκακιστής επίσης

Το μυαλό σου κολλάει μερικές φορές όχι στο
Πάτωμα αλλά στο ταβάνι· η ποίηση, φίλε μου,

Δεν χρειάζεται άλλο φωτισμό για να υπάρξει,
Είναι έτσι κι αλλιώς η μόνη πραγματικότητα·

'Ολα τ' άλλα της ζωής, απλά μία παραίσθηση,
Ότι ενώπιον του χυμού του ξύλου της γνώσεως

Ακόμα και αυτό το φύλλωμα του ξύλου της
Ζωής φαντάζει σε ένδεια· όσο πραγματικός

Μπορεί να είναι βέβαια και ένας Βρεττανός
Κυνηγημένος μάγος όπως εσύ στην αμήχανη

Πορτογαλία

του πολυμήχανου Ολιβέιρα

Άλλο τόσο η ποίηση ξενυχτάει στο κατώφλι
Του όντος για να το ανακηρύξει το πρωί με

Ασάλευτη νηφαλιότητα μεγαλίθου αφημένου
Επί αιώνες σε αχανή αγρό, ως μη πραγματικό

Και να επικυρώσει μονάχα τους πεσσούς του
Μυστηρίου· οι λέξεις, Άλιστερ, είν' οι δικοί μου

πεσσοί

και με αυτές δεν φτιάχνω έναν κόσμο

αλλά τον κάνω να υφίσταται από παλαιά·

Όσο παλαιός είναι ο δικός μας κόσμος; τονε
Ρώτησε τότε ο συνομιλητής του καθώς έστηνε

ξανά όλα τα

κομμάτια

πάνω στην λιπόθυμη σκακιέρα·

Όσο παλαιά είναι και μια καθημερινή σκηνή
Άλιστερ, του είπε και του 'κανε νόημα να δει

τον σερβιτόρο

που πηγαινοερχόταν με έναν δίσκο ανάμεσα

στα τραπέζια·

Και αυτός, όπως και ο άνθρωπος που καθόταν
Βαρειά στην καρέκλα με τους στίχους του και

τον έστελνε συνεχώς να αλλάζει τον καφέ,

Αναζητούσε να αφήσει

κάπου

κάτι·

Και οι δυο τελικώς το αφήναν πάντοτε
Χωρίς διόλου να περιμένουνε ωστόσο

να δούνε

καν

ποιος το παρέλαβε·