Thursday, December 16, 2010

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Στη βορειοδυτική Σαρδηνία και κοντά
Στις πιο βραχώδεις ακτές της υπήρχε

ένα

κάστρο

Στο οποίο, έλεγαν οι κάτοικοι του Σεντίνι
Και του Καστελσάρδο, δεν πάτησε ποτέ

Πόδι ανθρώπου·

Όμως

Το κάστρο δεν ομοίαζε καθόλου ερημωμένο·
Οι χωρικοί διαβεβαιώνανε ότι συχνά οι ήχοι

μιας

Γιορτής ερχόντανε μέσ' απ' αυτό, παρόλο
Που δεν είδανε ποτέ μήτ' έναν άνθρωπο

Να βγαίνει από τις πύλες του· όμως ακόμα
Και το ίδιο κάποτε δεν έδειχνε πραγματικό,

Υπήρχε και μια φήμη μάλιστα, ότι χανόταν
Πλήρως από κάθε θέα κατά την περίοδο του

θερισμού,

αφήνοντας

Στον ουρανό μία σκιά του που τα σύννεφα
Την προσπερνούσαν από μέσα της ως εάν

Ήτανε ουράνια είσοδος σε κόσμο άγνωστο
Από τα γήινα, επιμελώς προφυλαγμένο·

Δεν θα περάσουμε τις πύλες του μηδέ και
Σήμερα, λέγαν οι χωρικοί που στέκονταν

απ' έξω

Με ένα ζόφο αγριωπότερο στα πρόσωπά
Τους, ότι δεν γνωρίζουμε αν μέσα του θα

Βρούμε την ζωή ή τον θάνατο, ότι ακόμα
Ουδείς μας εγγυάται ότι το κάστρο αυτό

Είν΄ του δικού μας κόσμου και όχι άλλου,
Τα φαντάσματα εμείς και τους δαιμόνους

Καλύτερον ας αποφεύγουμε

Και αν η θωριά του δώρο θεού μας έμεινε
Κι αγνώστων σκοταδιών παγίδα όχι, εμάς

τουλάχιστον,

ας μην

Απασχολεί· ότι σίγουρα θα εύρει τρόπο νέο
Ο παράδεισος να μας μιλήσει, αν πράγματι

μας έχει επιθυμήσει,

Έλεγαν

Και ακούγανε τον φλοίσβο της θαλάσσης
Να σκάει με πάταγο πάνω στους βράχους

Σαν να 'θελε να τους φωνάξει τον καθένα
Με το όνομά του· άκουσες να με καλούν;

Ρωτούσε ο ένας τον άλλον, όχι δεν άκουσα·
Άκουσες μήπως εμένα να φωνάζουν; όμως

Ουδείς μπορούσε να πιστοποιήσει τ' όνομα
Να έρχεται απ' τις ακτές· και όμως άκουσα

Κάποιον να με καλεί,

Έλεγε η μικρή Βερναδέττε και κίνησε προς
Τις πύλες· εγώ κει μέσα ζω, δεν είμαι, ποτέ

δεν ήμουνα εδώ,

τους είπε,

Και κάποια στιγμή επιτάχυνε το βήμα της
Έως πού άρχισε να τρέχει· οι δε χωρικοί δεν

Πρόλαβαν να αντιδράσουν, έντρομοι την
Είδανε κάποια στιγμή να χάνεται πίσ' απ'

Τις πύλες που τηνε κατάπιαν όπως ρουφάει
Ο ορίζοντας τις λιγοστές ακτίνες του ηλίου

Που απέμειναν στον ουρανό, στην άβυσσο
Της δύσης του ογλήγορα κρημνίζοντάς τον·

Πρέπει κι εμείς να μπούμε μέσ' στο κάστρο
Για να πάρουμε την Βερναδέττε πίσω, λέγανε

οι χωρικοί ενώ διστάζανε ακόμα

να προχωρήσουν

έστω κι ένα βήμα,

Ας προχωρήσουμε, είπαν τελικά και μόλις
Φτάσαν έξ' απ' την μεγάλη πύλη φωνάξαν

δυνατά το όνομά της·

Όμως δεν λάβανε απόκριση και κίνησαν
Να εισέλθουν, περιφοβούμενοι τόσο πολύ

Ώστε σχεδόν παραπατούσανε ο ένας πάνω
Στον άλλον, την όψη δίδοντας μεθύσων που

Δεν μπορούσαν από τίποτα να κρατηθούν
Στην γη· μα μην φοβάστε τόσο, ακούσαν

Αίφνης την φωνή του κοριτσιού να τους
Μιλάει απ' τις επάλξεις, και στρέψαν ψηλά

το βλέμμα τους

Και είδανε να τους προτρέπει χαμογελαστή με
Έντονες κινήσεις των χεριών της στον αγέρα·

Ερχόμαστε,

της είπαν,

Και τελικώς περάσανε και αυτοί· βέβαιοι πως
Μηδεμία φρίκη ενέδρευε στο εσωτερικό του

Και ακόμα, πως μήτε θεοί, μηδέ δαιμόνοι και
Φαντάσματα, μα και ανθρώποι ούτε, θα τους

περιμέναν μέσα εκεί·

Μετ'

από πολλά χρόνια

Ελέχθη από 'ναν κάτοικο του Σεννόρι, ότι
Οι χωρικοί δεν βγήκανε παρ'όλ' αυτά ποτέ

από

το κάστρο,

Κι εσύ πώς το ξέρεις, τον ρωτούσαν, ήσουν
Εκεί; του λέγανε, και αν ναι, πώς μπόρεσες

να φύγεις;

Όμως αυτός για εξηγήσεις πρόθυμος δεν
Έδειχνε· δεν ήμουν εδώ, τους είπε κάποια

στιγμή

Καθώς οι άλλοι είχαν ήδη φύγει κι ήταν μόνος,
Εδώ εγώ δεν ήμουν, επανέλαβε, και σηκώθηκε

Να βγει έξω στο δρόμο

Δεν βγήκα 'πό κει ποτέ εξάλλου, και στη γωνία
Κοντοστάθηκε και φώναξε με τόση δύναμη που

Τον περάσαν για τρελλό, ωστόσο τον ρωτούσαν,
Πού δεν ήσουν, και ποτέ δεν βγήκες από πού,

του λέγανε,

Εγώ δεν έφυγα 'πό κει ποτέ,

είπε ξανά αυτός εν τέλει

Ενώ το φως του ήλιου που άγγιζε ευγενικά την
Γη, φανέρωνε δριμύτερα ακόμα το βραχώδες

έδαφος

οπού στεκότανε

αμήχανος

Μ' ένα χέρι παιδικό απέναντί του να του κάνει
Νόημα να έλθει προς το μέρος του, προς τ' οπού

βάδιζε ως από πάντοτε υπνωτισμένος

εκ του ενός ανθρώπινου ληθάργου

μηδεπότε διαφεύγων,

Με κάτι στα μάτια του ωστόσο να φαντάζει
Ότι ποτέ σ' όλα τα χρόνια του δεν εκοιμήθη·