Saturday, December 25, 2010

NOËL SUR LA TERRE

Οι νύχτες του λωτού εξαπλώνονται
Γρήγορα πάν' από την γαία, Αρτύρ,

Και

Τα έθνη αναλήπτονται από το ύψος
Μιας φλεγομένης άρκτου που αυτή

την φορά

Προφητεύει έναν αιώνα αναζήτησης
Της διάρκειας στο μέγιστο, μα κυρίως,

Της αποκαθήλωσης του αιωνίου στο
Φθαρτό, είμαστε ξανά οι παλαιοί της

δημιουργίας

άγγελοι,

Αρτύρ,

Που μια νέα δαιμονική επικράτεια σε
Όραμα του σιδήρου και του αίματος

αναδιαρρυθμίζουμε

στα πρόθυρα του ανθρωπίνου ιλίγγου·

Έλεγε

Η νεαρή καλλονή από την Αβησσυνία
Στον άνθρωπο που πωλούσε καφέ και

όπλα

Σε μιαν έρημο απαρχής του Λόγου· οι
Δε λιγοστοί φοίνικες έξω από το μικρό

κατάλυμμα

Εφάνταζαν σαν περιστύλιο μιας εποχής
Όχι στην κόλαση αλλά στο προαύλιό της

Το οποίο έγεμε από παλαιά μόνον απ' τη
Μοναξιά του ανθρώπου έναντι κάθε ενός

πεπρωμένου

ξεχωριστά,

Και εσύ Αρτύρ, έλεγε η νεαρή γυναίκα με
Τα μάτια της να ισχυομαχούν ωσεί σε μία

ανάληψη θεότητας,

Είσαι πάντα ο λυμένος κρίκος του κόσμου·
Η σύνολη ανθρωπότητα για σένα δεν είναι

Παρά το ίδιο λιμάνι φαντασμάτων προς τ'
Οπού τα μεθυσμένα καράβια του οίστρου

και του ιμέρου,

Μόλις και εγγίζουν, μια σπινθηροφάνεια
Οικουμένης στη νέα ελπίδα των γενεών

λιμοκτονώντας τόσο γελαστά·

Και οι οικείοι σου στη Σαρλβίλ λαμβάνουν
Πάντα το ίδιο γράμμα από σένα, δεν είμαι

καλά,

Τους λες, και το πόδι σου αρχίζει να τρέμει
Σαν τα νερά της λίμνης που κατακρατούν

παρ'όλ'αυτά

Την εικόνα της φύσης ολόγυρά τους, ιδού
Χέεσαι ξανά, Αρτύρ, σε κρίματα και δόξες

ενός κόσμου

Που μπορεί να μην είναι δικός σου, είναι
Ωστόσο μια παλινόρθωση του φέγγους

των εφηβικών χρόνων

Που στα πυρρά χώματά τους θαρρύνεται
Μια μάζωξη και ο θερισμός στιγμών της

νέας ειδωλολατρείας

προς το θάμβος της μηχανής,

Γιατί καμμία νύχτα έως τώρα δεν μπόρεσε
Το φως των άστρων να κρύψει, όμως είναι

αλήθεια

πως και η πιο

Ηλιόχυτη μέρα δεν θα κατόρθωνε τα σκότη
Μιας εποχής να αποκρύψει από τα όμματα

Της ενυπόπτου ψυχής,

Όταν αυτή αναμένει

Μια ακόμα αμαξοστοιχία από τον ουρανό
Να φθάσει γεμάτη από μέλλον και φως·

Έλεγε η καλλονή από την Αβησσυνία ενώ
Ο άνδρας την παρατηρούσε σαν σε όραμα

Ακουστικής λιτανείας στα ωκεάνεια στάδια
Του ανίκητου εντός ανθρώπου που σωρεύει

Μήτε παρόν μηδέ και μέλλον αλλά μονάχα
Την ισχύ μιας δυνατότητας που κρατάει σε

εκκρεμότητα

τον πλήρη κόσμο·

Και ο χαρωπός ιεραπόστολος στο εξωκκλήσι
Της Χαράρ κινούσε σιγά σιγά προς τη νύχτα

Ενώ η ζέστη, καίτοι σαφώς υπερμνημάτιζε
Την κόλαση, εν τούτοις έρεε ανεπαισθήτως

Προς ένα άλλο αίσθημα επικαρδίου φωτός
Στα σωθικά των εποίκων των Χριστουγέννων

Αναφέροντας μια δράση τόσο παγκόσμια
Όσο και το σάρκωμα της λέξης πέρ' απ' τις

εντόπιες γλώσσες της γης,

Η που στους μήνιγγες του ποιητή δεν ήταν
Παρά φωταψία μίας πλάσης, που έως τώρα

Δεν ευρίσκετο εκτός του ούτε και εντός του·
Επί δε της οποίας μάλιστα, μονάχα η ισχύς

Της υαλώδους επιδερμίδας της ερωμένης
Θα μπορούσε ίσως να δώσει ένα πειστήριο

μιας εγγύτερης Εδέμ

Που απέχει απ' τον νου όσο και μια αφή
Κορμού προς κορμόν στο διάδρομο των

λαμπαδηφόρων

αισθήσεων,

Στο χρόνο αναμμένες από ακατανίκητη
Έλξη της ποίησης αιεί προς τον εαυτό της·