Monday, December 13, 2010

Η ΔΙΑΜΠΕΡΗΣ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝ

Πόσο αργά κυλάει στο μυαλό η ζωή,
Φρεντερίκ, και αλήθεια αφώτιστοι

πόσο

Είναι οι ίσκιοι της στα ερημονήσια
Του θανάτου, ότι οι άνθρωποι δεν

Υπάρχουν άλλως και απ' αλλού πέρ'
Από μια οπτασία φωτός που απαλά

Κατακαθίζει στις παλάμες τους κάθε
Φορά που κοιτούν το παρελθόν τους,

Έλεγε η νεαρή αριστοκράτισσα κυρία
Στον άνθρωπο που εδώ και ώρα ήταν

Εκνευρισμένος

με το ξεκούρδιστο πιάνο

στην σάλα των ακροάσεων, και

Επιχειρούσε μαζί με αυτό την αιώνια
Μελωδία μιας χρυσόφωτης εσπέρας

στ' ανθρώπινα

να επανεκκινήσει·

Και η νύχτα ποτέ δεν ήταν πιο βαθειά
Απ'όσο στα μηνίγγια ενός κορυδαλλού

που από το ένα άλμα στο άλλο

στον αέρα

σβήνει σαν ίχνος της παιδικής ηλικίας

Όταν αυτή κατασωριάζεται στα υπόγεια
Του λησμονημένου χρόνου των ημερών,

Φρεντερίκ,

έλεγε η νεαρή κυρία

Και η ανάσα στη φωνή της ακουγόταν ως
Αεράκι πάνω στο λεπτότερο μετάξι της πιο

ηδύλυτης

αυγής των ανθρώπων,

Είναι η προσμονή, και ουδείς δύναται να
Τη προσπεράσει μηδέ ο νεκρός που αργά

Περιστρέφεται στα λόγια τους την κρίσιμη
Λέξη της ανάστασης αναμένοντας με την

καλύπτρα του χρόνου κλειστή·

Μηδέ και ο ζωντανός που προπορεύεται του
Εαυτού του, επαφήνοντας πίσω μια σάρκινη

σκιά

να τον ακολουθεί

Έως τις πύλες της νύχτας όταν σύρονται με
Βαρειά ανακούφιση και ανακλείουν εντός

τους

το φως

Που τόσο μεγαλόψυχα επιφέρει την ζωή
Στη διάρκεια των γήινων φαντασμάτων,

Ότι

Φάντασμα του εαυτού του θα παραμένει
Ο άνθρωπος, Φρεντερίκ, και όχι ένας αιών

αφθαρσίας

αφημένος στο γόνυ του ουρανού,

Και ιδού, θα ανατρέχει στους δρόμους της
Επιθυμίας, κάθε φορά που η ζωή θα τονε

Παγιδεύει όπως και μια μελωδία στ' αυτιά,
Σάρκα να λάβει από 'να μέλλον που ακόμα

δεν ορά

αλλά ήδη ζει

στον παλμό της ημέρας εντός του·

Είπε η νεαρή κυρία και ανακάθησε σε μια
Γωνιά, ενώ απ' απέναντί της ο άνδρας δεν

Μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από
Εκείνη, καθώς τα δάχτυλά του αποκτούσαν

σχεδόν

μια ξεχωριστή ύπαρξη

απ' αυτόν

Και φεύγαν στα πλήκτρα του πιάνου σαν
Πτηνά που σμίγανε και ξεμακραίναν στον

αέρα

Μιαν

Εκπνοή και εισπνοή του νωτιαίου ουρανού
Ομόρρυθμα ακολουθώντας· ποιο είναι το

όνομά σου,

τηνε ρώτησε τότε ο άνδρας

Σταματώντας με μιαν απότομη κίνηση να
Παίζει και παρατηρώντας με θαυμασμό τα

ισχυρά μεγάλα μάτια της

Που βασιλεύαν στην οικουμένη σαν νίκες
Του κόσμου πάνω στον εαυτό του και τον

θάνατο,

Και τον κατάλευκο ψηλό λαιμό της

Που ορθώνοταν ωσάν λαιμός κύκνου απ'
Την λίμνη ενός πιο χαρμόσυνου σκότους

της σάρκας

Που μπορούσε να γίνεται τώρα αντιληπτό·
Ποιο είναι το όνομά σου, την ξαναρώτησε,

όμως εκείνη έκανε ότι δεν τον άκουσε·

Και ο φόβος τίποτε άλλο απ' ένα σήμαντρο
Ονείρου στα ανυποχώρητα περιγράμματα

της απτότητας,

συνέχιζε να λέει η νεαρή γυναίκα,

Και ο θάνατος πάντοτε μια υπενθύμιση της
Ζωής· όμως και η ζωή ίδια, Φρεντερίκ, μια

λιτανεία μνήμης

στα περίχωρα του θανάτου,

Ότι μονάχα το ανύπαρκτο είναι υπαρκτό
Και ό,τι πλήρως ζει ούτε υπάρχει ούτε δεν

υπάρχει,

Φρεντερίκ,

Έλεγε και πέρασε για μια στιγμή μπροστά
Απ' τα μάτια του, ως εάν μην μεσολαβούσε

καμμία απόσταση μεταξύ τους,

Κάνοντας το πιάνο να ηχεί από μόνο του
Ενώ τα πλήκτρα του ήταν όπως πάντοτε

ακίνητα,

Από πού έρχεται αυτή η μελωδία, Αιωνόη,
Την ρώτησε, αποκαλώντάς την έτσι χωρίς

να γνωρίζει γιατί,

Από πού, ξαναρώτησε,

Ενώ η ίδια αγκαλιάζοντάς τον τρυφερά τον
Τραβούσε με τ' ανεπαίσθητο βήμα της προς

Το

Παράθυρο της σάλας που'ταν μισάνοιχτο·
Απέξω, η γήινη εσπέρα που προέβαλε από

Τα ψηλά δένδρα της αυλής, φώτιζε με μια
Σκέψη του θεού τον κόσμο· τόσο χαρωπά

μελαγχολική και γιορτινά μοναχική

όσο και ο έρωτας ανάμεσα σε δυο

ανθρώπους

Ανάμεσα στους οποίους χώρος γι' άλλο τι
Δεν έμενε· ούτε καν για την περιβάλλουσα

διακόσμηση της οικουμένης

Που σιγά σιγά απέσυρε τις μορφές της προς
Μιαν ανεξήγητα φωτεινή ανθρώπινη νύχτα·