Saturday, December 4, 2010

ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Η Ίλκα κυνηγούσε τον άνεμο στις
Όχθες του Δούναβη και εκείνο το

απόγευμα,

Ενώ ολόκληρη η ανθρωπότητα είχε
Ανακαθήσει σαν σ' ένα αμφιθέατρο

στον ουρανό

Και παρακολουθούσε τον κόσμο από
Ψηλά, ανάμεσα σε μια νύχτα και μια

ημέρα

που δεν έκλειναν ποτέ τις πύλες τους·

Στο δε κέντρο του κόσμου υπερέλαμπε
Το μάγμα του θεού που δημιουργούσε

Μεγάλες φυσαλλίδες χρόνου με έτοιμες
Ανθρώπινες ζωές χωρίς ανθρώπους να

τις έχουν λάβει ακόμη·

Υπήρχε ακόμα στα νερά του Δούναβη
Ένας δίσκος αφημένος από το πρωί

που περιεστρέφετο ωσεί

πρόπλασμα της γαίας

Και επετίνασσε λέξεις και φράσεις σαν
Ωριαία βέλη που φεύγαν προς την μία

Και μοναδική πόλη σε ολόκληρη την
Υδρόγειο, η που ευρίσκετο ανέκαθεν

σε συσκότιση ανά τους αιώνες,

Αυτές θα επανελάμβαναν αργότερα στην
Ζωή τους οι θνητοί καθε στιγμή που θα

Άνοιγαν το στόμα τους για να ομιλήσουν·
Η γλώσσα και η ομιλία δεν ήταν παρά μια

εγγαστριμυθία στην ύπαρξη·

Και η Ίλκα έτρεχε να προλάβει τον άνεμο
Σκοντάπτοντας όμως συχνά στα χορτάρια

Σαν αυτόματη κούκλα σε σπαστικές ώσεις
Θεάτρου σκιών· από πάνω της, κάθε φορά

που έπεφτε κάτω

Οι άνθρωποι ξυπνούσαν και της φωνάζαν
Με ξεψυχισμένη ισχύ και βαρειά κούραση

Ίλκα, Ίλκα, της έλεγαν, δεν έχεις πουθενά
Να πας, δεν πρόκειται ποτέ τον άνεμο να

πιάσεις

Γύρισε πίσω, Ίλκα, στο σπίτι σου υπάρχει
Ένας νεκρός αναμμένος σαν φως από τότε

που αυτός

ο κόσμος

δεν υπήρχε καν

Όμως το σπίτι σου Ίλκα, έλεγαν στο μικρό
Κορίτσι, είναι ο Οίκος του Θεού, εμείς απλά

κοιμόμαστε

Και εσύ δεν υπάρχεις ,Ίλκα, βασίλισσα είσαι
Στη πλάση όλη, ότι εσύ δεν γεννήθηκες , δεν

έζησες ποτέ

δεν ζεις, Ίλκα, της έλεγαν

Και πέφταν όλοι μαζί σε ψαλμική κατατονία
Απορρυθμίζοντας φθόγγους και ήχους μέχρι

Να ξαναβρούν την λαλιά τους

Ενώ το κορίτσι έτρεχε ξανά να προλάβει τον
Άνεμο, με τα χέρια ψηλά και τσιριχτή χαρά,

Όσο τρέχεις, Ίλκα, της ξανάλεγε η βαρειά
Ανθρώπινη ψαλμωδία, ο κόσμος αυτός δεν

Πρόκειται να σταματήσει ποτέ, και ιδού εμείς
Δεν πρόκειται να φύγουμε από εδώ, ωσάν τα

Άστρα κολλημένα στα κυκλώπεια τείχη της
Νύχτας καθώς η εσπέρα θα φεύγει, ξανά θα

Είμαστε μια απόμακρη ενθύμιση του φωτός
Στ' αργόσυρτο στερέωμα που τόσο αγόγγυστα

τροχίζει το μεγάλο όνειρο του κόσμου,

Ίλκα,

Της

Έλεγαν τα αστέρια από πάνω της καταμεσής
Της νύχτας που ήδη είχε φθάσει, ενώ η μία

Και μοναδική πόλη στην οικουμένη ετούτη
Την φορά, φάνταζε σα να φώτιζε λίγο, τόσο

Όσο και μια πυγολαμπίδα στην καταχνιά
Ενόσω το μικρό κορίτσι προσπαθούσε να

βρει ανάμεσα στα χόρτα

Την κούκλα της που 'χε καταπέσει καθώς
Έτρεχε· ελέγετο από παλαιά πως οσαύτως

Από ψηλά την ακολουθούσαν πάντοτε τα
Επουράνια ανθρώπινα βλέμματα, ενώ η

ίδια παρέμενε πλέον σκεφτική

σαν φλόγα πάνω στο κερί

Εκεί

Στην βωβή όχθη του ποταμού, τα πόδια της
Πλατσουρίζοντας αμήχανα πάνω από μια

Μεγάλη άβυσσο, που έχαινε από κάτω της
Όχι και τόσο απειλητική, είναι αλήθεια,

μα ούτε και εντελώς αδιάφορη·