Thursday, December 2, 2010

Η ΑΠΑΛΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Μα εσύ αγαπητέ μου Πολυλά, έλεγε o
Κόντες συνοφρυωμένος καθώς η όψη

του

φώτιζε σαν ήλιος

σε σπήλαιο του χρόνου,

Τι νομίζεις πως είναι μια ιδέα; δεν θα
Την αναγνωρίσεις πουθενά, και ιδού

τοις πάσι

φύεται

Ωσεί αναστάσιμος βλαστός μιας χαράς,
Ένας κηρός αναμμένος στ' ανθρώπινα

που πάντ' αναμένει μιαν εορτή

να ηχήσει στα περιθώρια του θανάτου·

Και εμείς

Από την μια νύχτα στην άλλη πέφτουμε
Σαν νεκρά σπουργίτια σε έρημο δάσος

Και ανακύπτουμε στη ζωή σαν χαρωποί
Λέοντες την μία αθυμία που λυμαίνεται

το μέγαρο του ονείρου

εξορκίζοντας

Με στίχους ασημόλευκους στις αδήριτες
Στοές του ιλίγγου και της σελήνης· μηδέ

ο Έγελος

Με την υπερώο φωτοσκίαση του θεού, και
Μήτε ο Φίχτε κι ο Σέλλινγκ όταν σκάπτουν

Μια τάφρο στο σύμπαν όπου χωράει κάθε
Απαλότερη θλίψη των εννοιών, ημπορούν

Να στηρίξουν πλέον τα έθνη στην μάχιμη
Έξοδό τους προς τον Λόγο, την μία μήτρα

Κεκλεισμένου φωτός αποστέργοντας για
Την γένεση στην ελευθερία, σε σάρκα και

χρόνο,

Σε αίμα και χώμα, σε πυρ ένα που περιέχει
Πάντα τα όντα την καύση του κρύπτοντας

απ'

τους σκιώδεις οφθαλμούς

της άγνοιας·

Έλεγε ο Κόντες και σηκώθηκε να ανοίξει το
Παράθυρο· έξω τ' απομεσήμερο ήταν γλυκύ

σαν πνοή

Νεαρής γυναικός που φυσούσε νωχελικά τα
Κύματα της ζωής προς το μέρος των θνητών

Ενώ τα ελαφρά κύματα του Ιονίου στον ιερό
Χορό τους σιγοψιθυρίζαν μιαν αιώνια εποχή

Που από παλαιά κατέφθανε μόνον από την
Θάλασσα προς την ακτή, από τ' αχανέστερα

βάθη

του ηλίου

Ο οποίος εθώπευε με ρίγος και αχρονία την
Ραχοκοκκαλιά της γης· οι δε σταγόνες των

νερών

Που

Ραντίζαν αραιά τα πρόσωπα των περαστικών
Από την παραλία, δεν ήταν ανέκαθεν παρά ο

ένας χαιρετισμός της γοργόνας

προς την ραστώνη της θνητότητας,

Ενώ οι παράκτιοι θάμνοι κρύβαν καλά τα
Μυστικά των εσωψύχων τους, σειόμενοι

ανεπαισθήτως

σε ένα νεύμα γαλήνης προς την

μειδιώσα φύση·

Και όμως, Κόντε μου, έλεγε ο Πολυλάς, δεν
Έχουμε ίσως άλλο στη γη από την ποίηση·

Αυτή'ναι που μας κρατεί ακόμα ενήμερους
Στο ύπατο βασίλειο της Ιδέας μακριά από

κάθε μόλυνση της γέννησης,

Του είπε,

Και κίνησε και αυτός προς το παράθυρο·
Η ποίηση είναι η φωλέα της ανάστασης,

αποκρίθηκε τότε ο Κόντες,

Η λιθόκτιστη νύχτα μας

Ποτέ δεν θα ήταν φωτεινότερη χωρίς την
Ποίηση, όμως εγώ σου λέγω Πολυλά, πως

Ένας στίχος φωτός στα σκοτάδια άλλο δεν
Κάνει από το να σιγουρεύει μια ριπή λόγου

Στις αδειανές εκτάσεις του ονείρου, και οι
Άνθρωποι πάντοτε θα λικνίζονται σε μιαν

Πειθώ του τρόμου και της αποκατάστασης
Μην ηξεύροντας πως να λυθούν σαν κύμα

Πάνω στα νερά της θάλασσας τον παμφάγο
Βυθό από κάτω τους πλέον φοβούμενοι όχι,

Και ο Ποιητής, έλεγε ο Κόντες και ανακάθησε
Στο γραφείο του, ωθώντας πολύ ελαφρά ένα

συρτάρι

πίσω στη θέση του,

Θα είναι πάντοτε ο άνθρωπος εκείνος που
Μην χωρώντας σε μιαν εποχή, θα χωράει

ολόκληρη την εποχή

στον εαυτό του,

Κάποτε μην απορώντας για το πώς μια και
Μόνο λέξη μπορεί έναν κόσμο να γεννήσει

από μια πλάση

Που έως σήμερα ταξιδεύει με ακίνητους
Τους ανθρώπους κι όχι το αντίθετο· είπε

Ενώ η κάμαρα για λίγο σκοτείνιασε· η δε
Λυμένη σκιά φάνηκε πως αμφισβητούσε

τα λόγια του Κόντε

Διεκδικώντας μια πιο τραχεία αλήθεια
Ενώπιον ουρανού, γης και ανθρώπων·

Όμως
Το σύννεφο που πέρασε μπροστά 'πό το

παράθυρο

Δεν ημπορούσε παρά κάποια στιγμή να
Λευτερώσει ξανά τον αμόλυντο ουρανό

και να τον αποδώσει πάλι πίσω

Ακόμη και αν δεν ήταν παρά ένα μόλις

μικρό τεμάχιο οικουμένης

που τον ανέμενε·