Tuesday, September 14, 2010

TΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΤΖΙΟΥΔΙΤΤΑΣ

Οι καιροί αυτοί, Τζιουζέππε, μοιάζουν
Με άνθη κλεισμένα στο συρτάρι ενός

σαν από χρόνια

σκονισμένου γραφείου

Στο οποίο κάθεται μόνο ο θεός ή ο δαίμων
Ή ακόμα και η αιώνια νύχτα του χρόνου,

Έλεγε η ωραία Τζιουδίττα στον μελαγχολικό
Ματσίνι που εκείνη τη στιγμή παραμιλούσε

από το παράθυρό του

προς τον άδειο δρόμο

Βρίζοντας τον Πάπα και τον Φερδινάνδο,
Και είναι ακόμα, Τζιουζέππε, τα έθνη της

Ευρώπης

Κλειστές βεντάλιες στα θεωρεία της όπερας
Της Ελευθερίας, με τους πρωταγωνιστές να

Δραματουργούν εισέτι χωρίς θεατές· μα δες
Πώς και αυτός ο φωτεινός Τζιομπέρτι δεν

Μπόρεσε ποτέ να βρει την μία έξοδο από την
Μίτρα του Πίου προς αυτήν την αναγέννηση

της

Νεαρής Ιταλίας,

Που θα στήριζε στην αψίδα της μιαν ακόμη
Νεαρώτερη Ευρώπη· στην ήβη της και μόνο,

Τζιουζέππε,

Θα ζωογονείτο η αιώνια αδελφότητα των
Ανθρώπων, έλεγε και του χαμογελούσε

Σαν φωταγωγημένο υπερώο επί κτίσματος
Σκοτεινού και ανεξιχνίαστου στην οπτική·

Η Ιστορία,

έλεγε η καλλίστη Τζιουδίττα,

Είναι μι' άγρια πλαγιά στο φως του θανάτου
Στην που τα πλήθη αναρριχώνται μα ποτέ

δεν φθάνουν στην κορυφή

Πάρεξ ένας και μόνο που ακόμα δεν ήλθε,
Ο μήποτε ην, μηκέτι ων και αιωνίως είναι

ο ερχόμενος

Τζιουζέππε, και θα 'ναι πάντα εκεί στην
Άκρη του χρόνου ένας μεσσίας με δίχως

βασίλειο

Κι ένας Υιός του Κόσμου χωρίς έδαφος
Πουθενά να σταθεί, ει μη σε ένα όραμα

που υπερδολίως

Εξωθεί τους ανθρώπους στο δίχτυ μιας
Ανάγκης που δεν κατανοούν, μα εγώ σου

Μνημονεύω τους άτυχους Καρμπονάρους
Που βρίσκονται τώρα στα κελλιά, έλεγε και

χάιδευε

με απόκοσμη τρυφερότητα

το πρόσωπο του εραστή της,

Αν είναι δέσμιοι της πιο βιαστικής πρωίας
Ή της πιο καθυστερημένης εσπέρας της

Μεγάλης στιγμής της Ιταλίας, τούτο δεν
Το γνωρίζει η θνητότητα, Τζιουδίττα, αυτή

μονάχα

Τα δεσμά κατρακυλάει από την κορυφή του
Όρους του Χρόνου, άνευ των οποίων μηδείς

Των αναβατών μπορεί την ελευθερία του στα
Σοβαρά να διεκδικήσει , της απαντούσε αυτός

Ενώ ήδη ένοιωθε τον πόθο να ανάβει στις
Φλέβες του για τους χυμούς της γυναίκας,

Όμως

εγώ

Να μου χαμογελάς θέλω μόνο, της τόνισε,
Είναι ό,τι έχω όχι μόνο από τη ζωή αλλά και

από τον θάνατο ακόμα

Ο οποίος ελπίζω να με βρει ζωντανό, όπως ο
Είναι ο Γκαριμπάλντι στο Ρίο ντε Ζανέιρο

Και όχι τόσο νεκρό για να βασιλεύω όπως
Ο Δούκας της Μοδένας, ότι ο άνθρωπος

του μέλλοντος

θα πάλλει διπλά ζωντανός

όσο ζει

Τζιουδίττα, ενώ εκείνος του παρελθόντος δεν
Θα μπορεί να ζήσει ούτε μισός μέσα σ' αυτό

το παρελθόν του,

της είπε

και την αγκάλιασε παθιασμένα,

Σ' αγαπώ από την άλλη άκρη του χρόνου,
Τζιουζέππε, του είπε ξαφνικά η γυναίκα

και άρχισε να γδύνεται

ανυπομονώντας

Να θέσει το σώμα της κάτω από τις λάγνες
Κι ακόρεστες ορέξεις του όσο γρηγορότερα

γινόταν

Ενώ ο Ματσίνι στη γεύση του κορμιού της
Θα μπορούσε να μην ξεχνάει ποτέ την αιεί

Giovine Italia

Που αργά αργά τα πέταλά της άνοιγε επί
Πολλά έτη, προς τον απέραντο ήλιο της

νίκης της ανθρωπότητας

επί του δικού της ιστορικού

πλην ανωρίμου γήρατος

Και μόνον·