Wednesday, February 17, 2010
DELTA VELORUM A
Ο Ήστερφιλντ έγραφε τους στίχους του
Ανάμεσα σε δύο μισοφώτιστους κόσμους,
ο πρώτος
Ήταν ο γνωστός εκείνος των ανθρώπων
Και ο δεύτερος, ο πέραν γης και ουρανού
που
Λέγεται ότι χαίνει πάντοτε ανάμεσα στα
Πέταλα του τροπικού φυτού Λινγκουάνα
Όταν αυτό γέρνει κατά το απόγευμα με
Όλο τον κορμό του προς το πλανήτη Δία
Και διασπείρει την ποίηση καθ' όλην την
Επιφάνεια της γης σαν ξενυχτισμένη θεά
Στην όραση των σοφών που κρέμονται από
Το ουρανόφωτο μυαλό του σύμπαντος στα
Μαγεμένα πολύφωτα του Μπεναρές και της
Καλκούτας, εληλύθαμεν, θα ξαναπούνε στο
κόσμο,
Όμως ο μόνος που τους άκουσε ποτέ δεν ήταν
Άλλος από τον Ήστερφιλντ τον υιό του Λόγου
και της Κρίσεως
Καθώς κυκλοφορούσε νύχτα στο δρόμο με μια
Εωσφόρο κάμερα στο ρήγμα του νου του που
Αναρροφούσε όλη την πραγματικότητα ώσπερ
Μία χοάνη στο χρόνο, και την άδειαζε πίσω στις
αποσκευές
Των ταξιδιωτών όχι προς τη νήσο Σουμάτρα
Αλλά την λέξη Σουμάτρα· ήταν ο Ήστερφιλντ
ο μόνος
Κυνηγός στο κόσμο που δεν θήρευε ποτέ με
Τα χέρια του αλλά με το μυαλό του δόλωμα
Στην λίμνη της δημιουργίας στην που αργά
Βουλιάζαν άνθρωποι, πόλεις και ο χρόνος ο
αλύγιστος
Όταν ξεχύθηκε σαν βέλος από τόξο λυγισμένο
Στον μεσοαστρικό κόλπο γονιμοποιώντας άπαξ
Την μήτρα του κόσμου, τις μορφές του ονείρου
Προβάλλοντας σε απτή ζωή και τον θάνατο
Ξανά ρωτώντας τον να διανείμει ωσάν μαύρη
Διώρυγα του θεού τ' ανθρώπινα πλοία στις
ηπείρους της εμπειρίας,
Κι εκεί στο ενδόμεσον του αέρα ο Ήστερφιλντ
Ελέγετο πως ήταν αποφασισμένος σε μία νέα
Αποικία του νου να καταφθάσει, προς τούτο
Δεν δίστασε να ζωντανέψει τα πρόσωπα των
ποιημάτων του εκτός του λόγου του,
Όχι, δεν ήτανε δικά μας πράγματα αυτά που
Πήραμε μαζί για το ταξίδι, είπαν τελικώς οι
Επιβάτες της μοιραίας πτήσης, όχι ως δικά μας
Δεν τα γνωρίζουμε, ανήγγειλαν ενώ κοιτούσαν
Ακόμα πιο ανήσυχοι από τα παραθύρια του
Αεροπλάνου προς τα γλυπτά καθαρά νέφη
Που ανασκευάζαν τις μορφές τους έως ότου
Προκύψουν σαν ένα συνολικό επουράνιο
Κάστρο του αινίγματος· εγώ σας αφήρεσα τα
Πράγματά σας και τα αντικατέστησα με τους
Στίχους μου, τους έλεγε τότε από τη κάμερα
Του μυαλού του ο αδιάφορος Ήστερφιλντ,
Άλλωστε δεν πήρατε καν τις ιδίες ζωές σας
Μαζί στο ταξίδι, εγώ σας αντικατέστησα κι
Εσάς ακόμα, με άλλους όχι παρά μόνον με
Τους εαυτούς σας, σεις είστε οι σωσίες σας,
Τους έλεγε, καγώ χωροθέτης σας στο δικό μου
Θέατρο των υψών, ότι είμαι ξανά ο άνθρωπος
Της βαθύτερης νύχτας σας κι ακόμα είμαι
Ο άνθρωπος του πιο σύγκορμου πρωινού σας
Καθώς για τον καθένα σας φυλάττει κι από
Μια κοσμοφωνία στο κλεισμένο υπερώο του
Βίου του, ότι η μεν ποίηση είναι εκεί σε σάλο
Πάντοτε ανέλεγκτο απ' τους ανθρώπους ο δε
Ποιητής ερημώνει το κόσμο ακόμα πιο πολύ
Ότι εγώ σαφώς σας λέγω ότι η ποίηση δεν
Ήλθε για να σώσει τον κόσμο αλλά μοναχά
Την μνήμη του σε ένα ρημαγμένο ξύλο πυρός
Στα δοκάρια του σύμπαντος καθώς τρίζουν
Κάθε φορά που ένα όνειρο εμφανίζεται σε
Αυτό το νεκρό πεδίο του πλαστού φωτός,
Ότι, ναι, θα σας το πω και αυτό, και διόλου
Μην απορήσετε, ποιος νομίζετε πως είναι ο
Ποιητής αν όχι ο ευπατρίδης της χώρας των
Μορφών που αργοσαλεύουν ακόμα μέσα
Στον ωκεανό την έξοδο προς την στεριά της
συνείδησης
Γοργά ετοιμάζοντας; εκεί κείται η ποίηση σαν
Ζωικό μεγαδίχτυ στο που το ένα εκ των άλλων
Των πραγμάτων δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους·
Και όμως, όπως η ποντισμένη χαράδρα σιγά
Ανοίγει το χείλος της στα αιωνικά μάτια του
Παιδιού που μαζί καταβυθίζεται κι αυτό με
Την σύμπασα πλάση στην σκληρή επιφάνεια
Του ονείρου της γης, καγώ τα μυστικά μου
Ανοίγω σε όσους εντοπίζω στη νοοπαγίδα μου
Και τους αποσπώ απ' τη ζωή τους προς χάριν
Μια ζωής μέσα στο δικό μου θέατρο των στίχων
Ναι, εγώ αρπάζω τις ζωές σας όμως ο νους σας
Ήτανε ήδη υπήκοος της εμής επικρατείας των
Ρόδων μέσα στα λυπημένα βάζα της δυστοπίας·
Ακούστηκε η φωνή του Ήστερφιλντ να λέει
Σαν απ' το μικρόφωνο του πιλότου ενώ όλοι
Οι επιβάτες κοιτούσαν ήδη προς τα έξω και
Είχαν την εντύπωση πως ο εναέριος χώρος
Είχε ήδη καταστεί υποθαλάσσιος και ακόμα
Ένοιωθαν πως ευρίσκονταν στην άκρη ενός
Κόσμου και στην αρχή ενός άλλου γνωστού
Ακόμα περισσότερο· Ήστερφιλντ, του είπαν,
Είναι αλήθεια πως στη τέχνη του λόγου δεν
Σε φθάνει κανείς, και όσοι εκ των ποιητών
σε φθόνησαν ιδού
Κείνται με έναν μύλο στα μάτια τους να τους
Κατατρώγει την θέα του μήλου σε απελπισία
και
Όσοι σ'αγάπησαν είναι για πάντα κοντά σου,
Όμως εμείς, Ήστερφιλντ, μηδέ στους πρώτους
υπήρξαμε
Μήτε στους δεύτερους ποτέ τ'αποφασίσαμε
Να συγκαταλεγόμαστε, πες μας, ο λόγος ποιος
Που μας αρπάζεις, μα στ' αλήθεια έχεις ήδη
Προβεί σ' αεροπειρατεία, προς τα πού μας
Οδηγούν οι σκοτεινές επιθυμίες της γραφής
Σου, Ήστερφιλντ, δεν σου ήρκεσε λοιπόν
Που λεηλάτησες τις ζωές μας, τώρα δα καθώς
Φαίνεται μας οδηγείς και σε βέβαιο χαμό στο
Τέλος ενός ταξιδιού προς την Σουμάτρα, όμως,
Εξήγησέ μας, πώς είναι δυνατόν αυτό το απτό
Αεροσκάφος να προσγειωθεί σε μία λέξη, και
Γιατί θα πρέπει να μην φθάσουμε ποτέ στη
Νήσο του χάρτη αλλά σ' εκείνη του καθαρού
Λόγου; πού μας οδηγείς Ήστερφιλντ είπέ μας
Επιμελέστερα, πού μας οδηγεί πλέον η ποίηση
Ειπέ μας ακριβέστερα, ότι σαρξ είν'η ρητή ζωή
Και μονάχα τις τρεις εκ των διαστάσεων εμείς
Γνωρίζουμε συν μία τέσσερεις, όμως έχουμε
Την εντύπωση πως είσαι τρελλός, Ήστερφιλντ,
Ποτέ 'νας ποιητής δεν θα 'πρεπε αεροσκάφη
Να κουρσεύει και τους ανθρώπους του μέσα
Σε ρίγος επικειμένου αφανισμού να επισωρεύει
Μην και πρόκειται εμείς να πατήσουμε ποτέ
Το πόδι μας στη λέξη Σουμάτρα, όχι, τούτο ας
Λέγεται το ίχνος του ποιητικού σου πυρετού
Ήστερφιλντ, όχι όμως και η προσδοκία μας
Ότι εκ της τέχνης σου απαιτήσεις σε μας τους
Σκιόφυρτους ανθρώπους να μην έχεις και την
Σκέψη φύλαττε απαλή για την τύχη μας στο
Μέσον του αέρα· η ποίηση δεν οδηγεί πουθενά,
Τους απάντησε τότε ο Ήστερφιλντ, δεν είναι
Εδώ ούτε για να λαμπρύνει τον κόσμο μα ούτε
Και για να τον εξηγήσει, πρόκειται μονάχα για
Ένα σπασμένο ελατήριο από την άμαξα του
Θεού, συνεχίσε να λέει από το μικρόφωνο ενώ
Οι αεροσυνοδοί χαμογελούσαν προς το κοινό
Που ήδη είχε καθίσει στις σειρές του θεάτρου
Και αναμέναν την έναρξη της παραστάσεως,
Και αυτό το ελατήριο έκτοτε αυξομειώνεται σε
Γραφή καθώς συσπειρούται και τινάσσεται με
Ορμή προς μία και μόνο λέξη, τους είπε τότε
Ενώ φαινόταν πως ήθελε να καταλήξει εντελώς,
Μία λέξη είναι το ζητούμενο, όταν αυτή λεχθεί
Ο πλήρης κόσμος θα αποχωρήσει από μυριάδες
λέξεις
Και θα επιστρέψει στην κοίτη του, μία λέξη, όταν
Βιωθεί όπως βιώνεται το γλυκό και το ξηρό απ' την
Γεύση του αιώνιου ανθρώπου, τότε η δοκός που
Στήνει τη σκηνή ολόκληρη του απτού ονείρου
Στις πολικές του φωταψίες θα λυθεί και θα πέσει
Σαν το τελευταίο ρούχο της ερωμένης λίγο πριν
Παραδοθεί στον ίλιγγο της εορτής σώματος επί
Σώματος, και ιδού σας ορίζω με κάθε γνώση πως
εγώ
Ο Ήστερφιλντ, ποιητής και αεροπειρατής, άλλο
Σκοπό δεν έχω σε τούτη τη πορεία προς τη λέξη
κι όχι
Το νυσταγμένο αντικείμενο, ει μη την ανάσταση·
Πεθαίνουμε, Ήστερφιλντ, του λέγανε τότε αθώα
οι
Επιβάτες σαν σε μπαρόκ χορωδία της αποκάλυψης
Και σε σύγχυση πραγματική, δεν ημπορούσαν πια
Να ξεχωρίσουν αν κάθονταν σ' αεροσκάφος ή σε
Θέατρο, το θέατρο του ποιητή Ήστερφιλντ στα
Λευκοντυμένα ύψη προς τη λέξη Σουμάτρα και όχι
Τη νήσο Σουμάτρα, πεθαίνουμε, του τονίζαν όλο
Και πιο αδιάφορα καθώς περνούσαν οι στιγμές
Ενώ παρακολουθούσαν με μια κάποια περιέργεια
Την συρροή του κόσμου στο εναέριο θέατρο, ο δε
Ήστερφιλντ ήταν αρκετά απασχολημένος στο να
Δίνει τις τελευταίες οδηγίες στους ηθοποιούς και
Να έχει πραγματική αγωνία για τον πρώτο ρόλο
Του θεού ως σάρκινου απτού ανθρώπου που θα
Εμφανιζότανε στη γη και την παγκόσμια Ιστορία,
Πεθαίνουμε, λέγαν τώρα χαμογελαστά οι επιβάτες
Ωστόσο ο απόλυτος βρυχηθμός της τουρμπίνας
Φάνηκε να τους διαψεύδει αν και με τρόπο όχι
Κατηγορηματικό, η απότομη αύξηση της πίεσης
Της ποίησης στο αεροσκάφος κατά τη στιγμή μιας
Νέας ανόδου στα υψηλότερα ακόμη, δεν δήλωνε
Κάποια οριστική επιστρωμάτωση του θανάτου ή
Της ζωής στη σκηνή μιας θεατρικής παράστασης
Και μηδέ έκτοτε και από πάντα κατέστη δυνατόν
Να ανιχνευθεί αν υπήρξε έστω και ένας επιζών
Όχι από τους θεατές
μηδέ και απ' τους ηθοποιούς
Αλλά μονάχα εκ των δισταγμών τους