Thursday, November 12, 2009

Η ΣΘΕΝΕΒΟΙΑ ΚΑΙ Ο ΔΑΙΜΩΝ



Είσαι η γιορτή της Πτώσης μέσα στον
Άνθρωπο, Βελλεροφόντη, του έλεγε

η Σθενέβοια

μέσα στο ερημωμένο

παλάτι,

Ένας κύκνος του λόγου, η χρυσόπτερη
Αλήθεια των αναπαμών των βροτών σε

ζωή

και

θάνατο

Και είσαι ακόμα η αναμονή του κόσμου
Στη λύση της παραίσθησής του, έναντι

Φωταυγής στα κράσπεδα της θνητότητας
Επέρχεται το μυστήριο, έναντι μαρτυρίας

Των χρυσών ολυμπίων καθαρμών λύεται·
Ότι φυγάς υπήρξες όμως καμμία φυγή

Δεν σ' επεκάλυψε στα χαμηλά του ουρανού
Ότι φιλοξενούμενος των βασιλείων είσαι και

Όμως

Μοιάζεις πως εσύ φιλοξενείς κάθε βασίλειο
Μέσα σου αποδίδοντάς το ξανά στη νιότη

του

αιώνα

Ποιος δύναται την παντοκράτειρα νύχτα
Από τα σωθικά του να βγάλει για πάντα,

Βελλεροφόντη, και ποιος τις αιτήσεις του
Προς την χαράδρα του χρόνου στην οπού

Διαμένει ευλαβικά του τυχοδιώκτη η θλίψη
Μπορεί να μετατρέψει σε βροχή ζωής στους

Αμφορείς της οπτασίας ματιών και νου, μα
Σου λέγω πως άσκοπα ριγούν οι άνθρωποι

Στα στάδια της δόξας, ασκόπως δε χέονται
Σαν ύδατα πολλά στις υδρίες των οίκων τους

Ότι απλά μια ανάσα λυτή επιχειρούν και ιδού
Πώς συρρέουν οι υπερώοι άνεμοι των δεινών

Από μια κραταιά απόφαση θεών και δαιμόνων
Δέσμιους να τους κρατούν στα δάπεδα όλων

των

δισταγμών

ανάμεσα στον Όλυμπο και τη σάρκα,

Όμως εσύ Βελλεροφόντη είσαι η νύχτα που
Καλύπτει τους νόες των ανθρώπων και πυρ

Της συνείδησής τους, και ακόμα είσαι ξανά
Ο Δαίμων της Πλάσης, ότι στην φρίκη και

τη σαγήνη

μιας αφρώδους

επιθυμίας

Γεννήθηκες και στην πτώση σου παρέσυρες
Μια δημιουργία κάτω στον κόσμο ως κόσμο

Ίσχυσες, θριάμβευσες, αλλά ματαίως, ιδού
Οι θεοί απεργάζονται δεσμά πιο φωσφόρα

Για την εγκλωβισμένη ανθρωπότητα ότι
Ανάγκη μένει ακόμα να τελεσθεί, και μηδείς

Πιο πάνω απ'αυτήν είτε θνητός είτε θεός,
Ας ήταν κρυμμένη η χάρη στα σπήλαια της

θέλησης

Ας ήταν μία απόφαση μονάχα για έναν νου
Που ονειρευόμενος στον ύπνο του διαφεύγει

ταξιδιώτης

μέσα

στο ίδιο όνειρό του

Σαν συντρίμμια ναυαγίου που σαλεύουν σε
Χορό του θανάτου μέσα σε αδίστακτα νερά

Έτσι και οι άνθρωποι ομορρυθμούν στα σκότη
Της ερχόμενης ώρας που μεμιάς καταρρίπτει

Τη σκηνή του ονείρου τους, ωστόσο εσύ ποτέ
Δεν έστερξες σε έδαφος δικό σου να σταθείς,

Ωσάν να γνώριζες καλώς την τύχη που ο άνεμος
Επιθέτει στα ίχνη των πεζοπόρων της ερήμου,

και όμως,

Βλέπω τον ίδιο πάντα άνθρωπο να περπατά
Ανάμεσα στα χάσματα κενών κεκοσμημένων

Με οίστρο θανάσιμο του έρωτα και της φήμης
Γιατί αληθώς σου λέγω Βελλεροφόντη, η όλη

Ανθρωπότητα έως σήμερα ο αχός ενός υπήρξε,
Ένας ο αρχαιότερος των ημερών, ο ίδιος θα

Προβάλλει πάντα σε κάθε ζωή νέα που η μήτρα
Γυναικός φέρει ξανά στην μεγάλη ψευδαίσθηση

του

κόσμου,

Είπε η Σθενέβοια και ούτε στιγμή δεν έπαυσε
Το βλέμμα αρπαγής επί του ξένου που έδειχνε

Να γνωρίζει θαυμάσια το εσωτερικό του παλατιού
Της Τύρινθας και να κινείται με μεγάλη άνεση

στους χώρους του,

Σθενέβοια, είσαι βασίλισσα, όμως το βασίλειό σου
Είναι ένας πλωτός πόθος της λύπης στις ολόχυμες

φυτείες

της

Φαίδρας

Ότι τη ζωή μου κινδύνεψα για σένα ν' απωλέσω
Και την σκοτεινή σου ορμή που με διέβαλε στα

φιλήσυχα ώτα

του Προίτου βασιλιά,

Και αν δεν ήταν ο σκοπός μου τις εντολές του
Ιοβάτη ποτέ ν'ακολουθήσω, ωστόσο να κάνω

Αλλιώς δεν το μπορούσα, ότι σαν μαύρος άνεμος
Άδειαζε από πίσω η εκδικητική κλεψύδρα μιας

γυναίκας

Που ορκίστηκε το θάνατό μου, τα πρώιμα λόγια
Της φωτιάς της γρήγορα στρέφοντας σε μίσος

Ισόπνοο των μεγάλων ταραχών της γης και του
Ερμαίου στο άγνωστο του πόντου των χρησμών

σε μια νύχτα

της επιθυμίας

σε σάρκα φωτός ερεθισμένη,

Πολλούς τρόπους απεργάζονται οι γυναίκες
Για να εκδικούνται, Βελλεροφόντη, του είπε

τότε

η κραταιά

Σθενέβοια,

Ότι δεν θα 'πρεπε να 'μουν εγώ ο δέκτης της
Προσβολής σου, εσύ ήσουν αυτός που σε μια

Στιγμή ανατροπής κάθε φτηνής ακολουθίας
Χρόνου σε θάνατο πιο ζωντανό και από την

ζωή

Έλυσες τη μαγεία της δύναμής σου απάνω μου
Βασίλισσα υπήρξα, όμως πιο έγκλειστη και από

Σκέψη που δεν τολμά να προφερθεί θάφτηκα
Πανίσχυρη μες στην αδυναμία μίας βασιλείας

έκπτωτης

και κλονισμένης

ανάμεσα σε σκιές ανίσχυρης ημέρας

Αλλοίμονο, μηδέν απομένει στους ανθρώπους
Ει μη ο άδειος φλοιός της ζωής καθώς ο χυμός

Πάει στα όνειρα μόνον χωρίς να χέεται πολλώς
Στα καλούπια της ευθυμίας, εγώ, Βελλεροφόντη,

Υπήρξα η πρώτη που εννόησε πόσο ανοίκειο με
Τον κόσμο αίμα κυλάει στις ισόθεές σου φλέβες

Και είμαι εγώ που θέλησες δική σου να κάνεις σε
Ένα ξέφωτο σφετερισμού και τρέλλας, και όμως

Την τόση αφοσίωση γρήγορα τηνε ξέχασες μα και
Την λάγνα υπακοή μου αγνόησες και έσβησες σαν

αστραπή

Στην αγκαλιά της οξείας Χρυσαύγειας, τον δεσμό
Που δένει μητέρα και κόρη περιφρονώντας· εσύ

Είσαι ένας κόσμος από μόνος σου που χαμηλά
Στα βάραθρα επισκιάζεις το φέγγος των θνητών

Όταν δειλά προβάλουνε τη κεφαλή το μερτικό
Τους απ'την νύχτα διεκδικώντας σαν επαίτες

Και είσαι ο Δαίμων που ποτέ δεν σκέφτηκες ότι
Το φως μπορεί για όλους τους ανθρώπους να μην

είναι

Όμως ο ήλιος σκοτεινός μένει στη πλάση αν δεν
Φωτίζει τις άλλες επικράτειες κι όχι την δική του

Κι εσύ Βελλεροφόντη είσαι ένα τείχος όπου μηδείς
Γνωρίζει πούθε η πολιτεία του, δεξιά θα δει μόνον

Την έρημο, αριστερά και πάλι η έρημος, μα αλήθεια
Πιο άγρια λαβή ισχύος θα σταματήσει γι' αλλη μια

φορά

το άγρυπνο μάτι

της βασίλισσας

Κάθε που πραγματεύεται την έξοδο του φωτός σου
Στο πλήθος· όμως ιδού κείμαι λησμονημένη από τη

φλόγα σου

Και σε αδιάντροπες υπεκφυγές επισύρεις για μένα
Τη θεία άδικη δίκη, ότι τον θάνατό σου γύρεψα μα

πια

δεν τον γυρεύω,

Όχι δια της πειθούς μα δια του τετελεσμένου ξανά
Η αλήθεια επί των όχλων, Σθενέβοια, και μηδέ της

ανάγκης

είναι η βοή της

Αλλά εκ του περισσεύματος των στιγμών, είπε
Τότε ο Βελλεροφόντης στην λαμπερή βασίλισσα,

Ποτέ ο νους το κτήμα των πολλών δεν γίνεται
Μέσω της αγγελίας, είναι μάλλον που οι θεοί

Μυστικό το μονοπάτι ετοιμάζουνε κάθε φορά
Που λόγος ανθρώπου έρχεται στους άλλους

να

κυριαρχήσει

Και σ' αυτό βαίνουν όχι οι ενήμεροι αλλά οι
Άγνοοι και οι ανύποπτοι και ποτέ οι χαίνοντες

Σε επιφυλακή ότι η ζωή αγαπά να καταλαμβάνει
Και όχι να καταλαβαίνει, μα είναι ο τρόμος που

Πρόκειται ξανά να διαφεντέψει τις καρδιές ότι
Άνθρωπος άλλο μηδέν από εκείνο που κινείται

Προς ό,τι περισσότερο φοβάται όπως οι λέξεις
Στο αποσιωπημένο κι όπως η σάρκα στο χώμα·

Όμως εσύ Βελλεροφόντη, τον διέκοψε τότε η
Σθενέβοια, ποτέ σου φανερή δεν έκανες την

Βασιλεία σου, και αν του κόσμου αυτού δεν είναι
Εσύ ωστόσο παραμένεις όμηρός του ωσάν αετός

Δεσμώτης όχι σε κελλί αλλά σ' ολόκληρη την θεία
Κτίση, ένα βήμα μπροστά αν κάνεις πια θνητός

δεν

είσαι

Και ένα βήμα πίσω δεν μπορεί να σε πισωγυρίσει
Στην ανθρωπότητα, και όμως προτιμάς να μένεις

ασάλευτος

και

μάσκα πηλού στα γήινα

Μήτε θεός να απολήγεις μα και το έθος της βροτής
Ζωής κρατώντας μακριά σου, σα να μην θέλεις πια

Τα δώρα του Ολύμπου μα μηδέ την αληία εορτή
Της θλίψης, είσαι γι' αυτό η κατάρα στον αιώνα

Μια απειλή για τους ανθρώπους και ένα άγος για
Τους θεούς, συμπλήρωσε η Σθενέβοια και έκανε

Να κινήσει ερωτικά προς τον Βελλεροφόντη, και
Εκείνος πράγματι την κράτησε στην αγκαλιά του

για λίγο,

Ο λόγος είναι η χαλαρή άγκυρα ενός πλοίου,
Σθενέβοια, της είπε τότε αναρριγώντας, με την

Ελαχίστη των νερών ορμή απασφαλίζεται και
Σωριάζεται σαν ένας γρίφος στους βυθούς της

αβεβαιότητας

Ότι νόμος ένας για τους θνητούς υπάρχει, του
Ισχυρού να ακολουθούν και όχι του ευλόγου,

Μηδεμιά η πεποίθηση που φαίνει αλλά μονάχα
Η λάμψη κατισχύει άλλης λάμψης, είναι γι'αυτό

Οι άνθρωποι σαν τα φυτά που οι ακτίνες ενός
Ηλίου να τα στρέψουνε μπορούν σε άλλη όψη

Έτσι και η εσώτερη νύχτα τα πλείονα των φώτων
Στο σκοτάδι της ποθεί για να ακμάζει η σκηνή

του

αιωνίου θεάτρου

της ανθρωπότητας

Και ιδού, σου λέγω, έως σήμερα ετούτη η δόξα
Δεν πληρώθηκε ει μη δια προσωπείων επί των

Προσωπείων και σοφής αντιγνωμίας χορού
Σε ακινητοποιημένο πλήθος που ρημαγμένο

Στέκεται ακόμα στην πλατεία του θεού μιαν
Αθωότητα γυρεύοντας μέσα στη πήλινη σκόνη

της ενοχής·

Όμως εγώ δεν εντοπίζομαι μήτε στους θεατές
Μηδέ και στους ηθοποιούς, είμαι η σκηνή που

Αχόρταγα τους στρέφει στο αίμα του ονείρου
Και είμαι ακόμα εκείνος που απολύει πάσα

πλοκή

στα δρώμενα

Όταν το κρίνω σκόπιμο, τον ίμερο της νυκτός
Γλυκείας επί της πραότητας των σιγηλοτέρων

Λογισμών του νου αναρρυθμίζοντας σε νέα
Ταραχή στη θηριώδη κυριαρχία της ελπίδας

Ότι μες στους θνητούς πια δεν καταλέγομαι
Καλώς το είπες, μα θεός ακόμα δεν αφήνομαι

Να γίνω απ' τον εγωισμό μου, δεδικαίωμαι σε
Μια λυσία μνήμη παιδίου που αρνείται έτι τα

Αθύρματά του επί γης να παραδώσει και εις
Άλλα ουράνια να στραφεί παραμερίζοντας

ωστόσο

Την καθαρτήρια δύναμη σαρκός που θνήσκει
Σε άλλη σάρκα, την γενετήσια ιαχή της μάσκας

μηδέποτε

ν' αφήσω

τόσο πρόωρα

Κι ας με εχθρεύονται οι θεοί γι' αυτό και ας με
Προσπερνούνε βιαστικά οι κοιμώμενοι εκ των

θνητών

Ότι ναι μεν εφόνευσα τη Χίμαιρα όμως ακόμα
Το νεκρό της σώμα ας είναι η μυστική ασπίδα

Στο πλευρό μου, καρπούς θηρεύοντας για χάρη
Των καρπών, οράματα θνητότητας αγρεύοντας

Προς χάριν ενός συμπαντικού αστείου που αν
Δεν σφάλλω θαρρώ ότι και αυτόν τον Όλυμπο

εγέννησε

Σε μια στιγμή παιγνίου του καθρέπτη αντίκρυ σε
Καθρέπτη καθώς τα μέλη του Λυσέως Διονύσου

Επέρριψαν στη γη σε κατασπαραγή σαρκός οι
Πολεμόφωτοι Τιτάνες, και έκτοτε γεννήθηκαν

ακόμα

Το Κράτος και το Θέατρο, δύο οι πόλοι της θέας
Στους σαστισμένους της Ιστορίας, από τον έναν

Πάνε στον άλλον χωρίς ποτέ τους να σημαίνουν
Μια τελευτή του δράματος και της κωμωδίας επί

της

απάτης

της γης

Γιατί τίποτε εδώ κάτω αληθινό δεν είναι και σαν
Λιγόθυμα αστέρια οι μύριες του πηλού μορφές

Θα απορροφηθούν ξανά απ' την μεγίστη τροχιά
Του θεϊκού οφθαλμού, κέντρο στη καρδιά του

καθενός

ανθρώπου

και ας μην το ξέρει ο ίδιος,

Είσαι ένας ωκεανός με κατάμαυρα νερά που
Απειλεί ν'αρπάξει την ύπαρξη σε μία κίνηση

αφοπλισμού

του χρόνου,

Βελλεροφόντη,

Του είπε τότε η Σθενέβοια με πάθος φωτεινό
Στα μάτια τα χείλη του αναζητώντας, ακόμα

Είσαι ο λιθοξόος της καθαρής έννοιας, τίποτε
Δεν σε αναχαιτίζει ωσπού ένα λευκό πτηνό να

Ανασύρεις από τις καταπακτές του στοχασμού
Όμως δες, Βελλεροφόντη, δες, σε μία στιγμή

μετέωρη

έως τώρα οι ζωντανοί

εζήσαν

Οι τόσοι αιώνες, τα χάσματα πανηγυρικά της
Προσμονής του μέλλοντος και οι φωτιές που

Ανάψαν στις μητροπόλεις τον νέον άνθρωπο
Κηρύττοντας, είναι ένα διπλωμένο στα δύο

κουρέλι

αθανασίας

Που το παρασέρνει η θύελλα των γεγονότων
Και το κάνει να φαντάζει σαν οιωνός χαράς

Στους πάντοτε καρφωμένους στις θέσεις τους
Ανθρώπους, ποιος ο σκοπός και το σκοπούμενο

τι

μέσα στη τόση

ανατροπή της ραθυμίας

Ουδείς εμπόρεσε να το συνάγει, όμως εσύ που
Ξαφνικά επέστρεψες μες απ' το ρήγμα που

Αφήνει ο νους με τη καρδιά ενώπιον των όλων
Στον ουρανό τετειχισμένων ονειρικών εόντων

της

ευτυχίας

Εσύ μοιάζεις να έχεις στο λόγο σου την ζωή
Λυτρωμένη από τα περιττά των επιμηθέων

γιατί

Όσο πιο πλήρεις των αιτήσεων είν'οι προσευχές
Του πλήθους, Βελλεροφόντη, άλλο τόσο άδειος

Φαντάζει ο αιμάτινος θόλος της σάρκας και πιο
Άδεια φαίνεται ακόμα προς τα ανήσυχα μάτια

Του σκιαγμένου περαστικού η οικοδομή του
Δειλού παρόντος στην άκρη του δρόμου της

δημιουργίας,

Είναι η ζωή φυλακισμένη στα όνειρα ακόμη
Και είναι ένας ο θησαυρός της ο χαμένος στα

Προαύλια της παιδικότητας, σαν φάντασμα
Και είδωλο απόγνωσης πλανάται μέσα στον

χρόνο

ο τρομαγμένος άνθρωπος

των δισταγμών

Και σαν είδωλο κενό από ζωής ουσία εκείνος
Θ' αφεθεί ξανά στους μοχλούς του μυστηρίου

Που θα τον επισύρουνε και πάλι στα σκόρπια
Γέλια και τις ιλαρές βοές ενός πλήθους μικρού

με ελπίδες

χαρωπά συσωρρευμένες

Έξω στην αυλή του εαυτού του·

Είμαι το νήμα που συνδέει την αιωνιότητα
Με την εύθραυστη υποδοχή της στο χρόνο,

Της απάντησε τότε ο Βελλεροφόντης καθώς
Ετοιμαζόταν να αναχωρήσει από το παλάτι,

Θα ξαναγυρίσω Σθενέβοια, της είπε, όμως
Κανείς δεν θα γνωρίζει τότε ποια η χίμαιρα

Που αναγκάζει τον έναν άνθρωπο των πέπλων
Της χρυσοθόου πλανήσεως που επικάθονται

Ωσάν την άχνη του ονείρου πάνω στα σβησμένα
Μάτια των υπνοβατών, μέσα στα δώματα της

Αγελαίας θυμηδίας των εποχών να κινείται σαν
Καταραμένος από πόλη σε πόλη τις πολιτείες

Των θνητών μηδέ αξιώνοντας την δε μεγίστη
Επικράτεια του παραδείσου αποφεύγοντας,

Κατέληξε, ενώ η Σθενέβοια ήδη τον επικάλυπτε
Με τα δικά της λόγια που 'φευγαν ασυγκράτητα

από

το ισχυρό

στήθος της,

Όσο διαρκεί η άπληστη ορμή σου για την οσμή
Της γυναίκας και όσο λάμπεις μέσα στην ακόμα

Πιο άγρια ορμή του λόγου σου, θα 'σαι ορισμένος
Την ανέστια πορεία σου να συνεχίζεις, ότι μηδέ

Οι πύλες της Κορίνθου, ούτε τα πράα παλάτια της
Τίρυνθας, μήποτε τα φονικά πεδία της Λυκίας θα

Μπορούσαν μόνα τους το τέλος της νύχτας σου
Να επιφέρουν, είσαι γι'αυτό η πυγολαμπίδα μες

Στην αγρύπνια κάποιου σκοτεινού θεού που τα
Ανθρώπινα φρονεί των ανθρώπων μεμερισμένος

Εκ σαρκός εξέπεσες εκ σαρκός υπερίπτασαι και
Από σάρκας εξουσία μένεις δέσμιος των φθαρτών

φώτων

της

οικουμένης,

Ζητώ να ορίζω εγώ τον εαυτό μου και μηδείς ο
Θεός που θ'απεργάζεται την τύχη μου, της είπε

τότε,

Όμως δεν ημπορείς το θαύμα να τελέσεις χωρίς
Την εισβολή της χάρης από τ' αόρατα βασίλεια

Θυμήσου

Βελλεροφόντη,

Εγώ η Σθενέβοια αποζήτησα τον θάνατό σου
Και εγώ θα σε οδηγήσω τούτη τη φορά στην

ζωή

Ότι τα σημεία των καιρών σου δείχνω, όμως
Οι ίδιοι οι καιροί έχουν επέλθει προ πολλού

Από τον υψίθοο κρατήρα του πεπρωμένου
Και η δική σου μοίρα θα 'ναι μια αναλαμπή

Έλξεως

ξανά

προς τα πίσω

Στον χαμένο σου παράδεισο απ'όπου σε μια
Δόξα φρυγική και έπος ισχύος μεγαλόθυμης

Κατέπεσες σαν στήλη διερρηγμένου φωτός
Σε κλέη ανοίκεια του χαμηλοφώνου κόσμου

Ότι δεν έχεις εκ του γνωστού μηδέν να λάβεις
Πλέον, και εκ του αγνώστου πάντα εξήντλησες

τα ωμά

περιθώρια

του πυρετού της αναμονής

Ότι η σάρκα σου φλέγεται στον έρωτα προς
Σάρκα, όμως χωρίς της γης το ένδυμα και της

ξενίου

μήτρας

Βασιλεύς και πάλι θα στεφθείς στην δική σου
Επικράτεια εκεί όπου το φως του ηλίου φαίνει

Χωρίς ο ήλιος να υπάρχει και ο ουρανός την
Άφθαρτη πολιτεία σκέπει χωρίς ο ίδιος πλέον

Απ'το έδαφος να ξεχωρίζεται σε μάτια και σε
Νου αθανασίας, στο ρυάκι ενός δευτερολέπτου

θα αναχωρήσεις

καθυπαστράπτοντας του πραγματικού

εωσφέρων και συνολικός σαν κόσμος

Ότι μήτε οι βλάσφημες ορδές των Σολύμων
Μηδέ και οι υπαίθριες απέραντες πυρές των

θυμοτεύκτων Αμαζόνων

μα ούτε

και

Η λυσιάνασσα πνοή της μεγάλης Χίμαιρας
Που τους κόσμους ορίζει στην χόβολή της

Φώτα πορείας πια για σένα δεν θα είναι ει μη
Ο λόγος μιας γυναίκας που σκληρά αδίκησες

Προς χάριν αίματος δικού της και αγαπημένου
Ότι την διπλή ανομία ουδείς να λύσει δύναται

Ει μη η αιώνια ρίγηση του μυστικού παλατιού
Μες στη καρδιά του ανθρώπου η που πάντοτε

Νέα γεννάται σε κάθε λήμμα φωτός από τα
Φρέατα του χρόνου και της διαυγούς λήθης,

Κατέληξε η ηλιόσαρκη Σθενέβοια σφίγγοντας
Απαλά τον κορμό του Βελλεροφόντη προς το

δικό της

ευγενικό κορμό,

Η δε πύλη του παλατιού ήταν μισανοιγμένη
Όσο ακριβώς θα επέτρεπε σε φως και σκιά

Να εισέρχονται ισομερώς

Ο δε Βελλεροφόντης παρατηρούσε ακόμα
Την μη απτή υφή της διανοίξεως, όπου δεν

καθίστατο δυνατόν

να επιμεριστεί

Το σκότος από τη λάμψη

Και η πύλη δεν ήταν σαφές αν επρόκειτο να
Ανοίξει περισσότερο ή αντίθετα θα επήρχετο

πίσω

πάλι

στον αποκλεισμό