Sunday, August 30, 2009

Η ΑΙΩΡΗΣΗ



Η σκόνη που αιωρείτο ήταν πυκνή
Δεν κατακαθόταν στο έδαφος ει μη

κατά μέρος

και αυτό

λιγοστό

Πιθανολογούσαν πως εντός της
Κυμαίνονταν οι λαμπρές πολιτείες

και τα πλούτη χιλίων Ελδοράδων

Βεβαιώναν πολλάκις ακόμα πως αυτή
Η σκόνη έφερε μέσα της την ημέρα

και

τη νύχτα

με σαφήνεια

Κανένας δεν μπορούσε ωστόσο να τις δει
Να εκτείνονται στην όραση των ανθρώπων,

Θα κατακαθήσει κάποτε η σκόνη, έλεγαν
Οι συγκεντρωμένοι, αποσβολωμένοι απ'

την

προσδοκία

Καθώς

Την ανακατεύαν ωθώντας την με τα χέρια,
Θα κατακαθήσει και τότε θα λάβουμε όλους

τους θησαυρούς

και τότε θα δούμε με τα μάτια μας

τα ωραία που θα μας φέρει η ζωή,

Και ολοένα ανακατεύαν και ανακατεύαν
Σπρώχνοντας με δύναμη μεγάλα τμήματά της

προς κάθε επέκεινα

Δεν φαινόταν κάτι να αλλάζει

ωστόσο

Το μόνο που σαφώς θα εγγυάτο περί του
Θετικού αποτελέσματος θα ήταν κάποια

περισσότερη ευκρίνεια

προϊόν αναμονής και προσπαθείας

Όμως κι αυτό

Κι αυτό ακόμα ορατό δεν ήταν

Οι άνθρωποι ήτανε μάλλον καταδικασμένοι
Να μαίνονται στις κωμικές τούτες κινήσεις

σαν να χαιρετούσαν

με χειρονομίες έντονες

το κενό

Σα να κολυμπούσαν όρθιοι σε μια θάλασσα
Αχανεστάτη με πρόθεση μάλλον σκοτεινή

Με εναέρια κύματα σε κίνηση δίχως κίνηση
Που φάνταζε σαφώς ό,τι ελκυστικότερο

στα μάτια τους

Και συνέχιζαν να ωθούν μηχανικά

μήτε απελπισμένα μηδέ και χαρούμενα

Ποτέ μη κατανοώντας πως θέλοντας
Τη σκόνη ν'αποδιώξουν

την δημιουργούσαν


********************************************************************
Σχετικά παλαιότερο ποίημα, ελαφρώς τροποποιημένο εδώ, το οποίο μετακινείται οριστικά στην ενότητα "Το Όρος της Ομιλίας και η Νεκρά Θάλασσα" (που έχει ήδη ολοκληρωθεί).