Tuesday, July 14, 2009

ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ



Φτάνει Αγαμέμνων, ως εδώ, είπε
Το κοινό από κάτω και φαινόταν

όντως

Ότι δεν εννοούσε καθόλου αυτό
Που έλεγε, ποιος νομίζεις ότι είσαι

τέλος

πάντων;

Έφτασε μάλιστα η έπαρσή σου ως
Και σ'αυτό, να δυσανασχετείς ακόμη

και με

τον τίτλο

του βασιλέως,

Έλεγαν και προσπαθούσαν βιαστικά
Να εκνευριστούν, ωστόσο η φωνή

τους

έβγαινε μάλλον

άτονα,

Λες και βρίσκονται τέτοιοι τίτλοι
Κάθε μέρα στο δρόμο, μα τίποτε

δεν καταλαβαίνεις

πια,

Τόσο πολύ σε έχει συνεπάρει η
Αλαζονεία της μη εξουσίας ώστε

δεν

νοιάζεσαι

ακόμη

Και επίσημα το στέμμα πλέον να μην
Αφήσεις και να μην το παραδώσεις

σε κάποιον

από

μας,

Όχι ακριβώς, τους απάντησε, και
Φαινόταν καθαρά πως μόλις είχε

ξυπνήσει,

Απλά δεν βρίσκω και τόσο νόημα
Να βασιλεύω στις τριτοκοσμικές

Μυκήνες,

Τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε αν
Υπάρχει κάποιος βασιλεύς σε αυτό

Το άγριο στερέωμα που συγκρατεί
Ολόκληρο τον κόσμο σ' έναν κύκλο

Βαρετό, απώλειας και ανακατάληψης
Σε λήθαργο αιώνων που συνηθίσαμε

Πια να τον λογίζουμε ως κάτι φυσικό·
Πώς πώς, τον αντέκρουαν, έχουμε

τους

θεούς

Γι'αυτό το λόγο, αυτοί είναι εξ όσων
Γνωρίζουμε οι βασιλείς που εννοείς,

Ναι, δεν λέω, τους διέκοψε μαλακά,
Αλλά μου φαίνεται πως είναι κάπως

παρωχημένοι

Και ο μονοθεϊσμός, απ'όσο κοιτάω
Τώρα στο ημερολόγιο, αργεί ακόμη

να εμφανιστεί

στο κόσμο

Χωρίς να είναι βέβαιο ότι κι αυτός
Θα δώσει λύση οριστική στο θέμα,

Μα ανησυχίες που σε πιάνουν και
Σένα Αγαμέμνων, του είπαν με

Πιθανή πρόθεση επίπληξης, ορίστε
Κάτσε να περιμένεις τότε να 'ρθει

Κάποιος ουράνιος βασιλέας στο
Κόσμο και σνόμπαρε τον τίτλο σου

κι εμάς,

Και σηκωθήκαν να φύγουν εμφανώς
Πειραγμένοι αν όχι ευχαριστημένοι,

Καθήστε πού πάτε, φεύγετε κιόλας;
Τους είπε τότε εκείνος, ενώ είχε ήδη

αρχίσει

να αποχωρεί

το μίνι συμβολικό πλήθος

Από την απόμακρη εκείνη ερημιά
Όπου και συγκεντρώθηκε για την

εθνική εορτή

των Μυκηνών,

Ναι, φεύγουμε, τι να κάνουμε εδώ,
Δεν συμμετέχουμε πια σ' αυτή την

φάρσα

του δήλωσαν

αποφασισμένοι,

Μα είναι εορτή, δεν μπορείτε να
Φύγετε έτσι, καθήστε λίγο ακόμη,

Τους πρότεινε τότε ο βασιλεύς
Όσο το δυνατόν πιο αδιάφορα

Και ευελπιστώντας ότι πράγματι
Θα φύγουν, δεν μας θέλεις πια,

Αγαμέμνων,

δεν μας θέλεις,

Μάλλον αποτύχαμε ως υπήκοοί σου
Και εσύ φαντάζεσαι άλλα βασίλεια

τρέχα γύρευε

τι προδιαγραφών,

Μην το λέτε αυτό, τους απάντησε
Ο Αγαμέμνων πιθανώς με κάποια

συμπόνοια,

Αξίζει να μην κάνουμε όλοι μαζί
Μια προσπάθεια ακόμη, και τον

κοιτούσαν

περίεργα,

Αξίζει, λέγω, να μην προσπαθήσουμε
Για άλλη μια φορά, και οι άνθρωποι

πιστέψαν τότε

Πως ο Αγαμέμνων είτε δεν ήξερε τι
Έλεγε είτε τους έθετε σε επιφυλακή

μπροστά σε κάποια

από τις αλληγορίες

της ρέμβης του,

Ωστόσο τον έβλεπαν καθαρά που
Ετοιμαζόταν να παίξει μια παρτίδα

σκάκι

Και διστακτικά με τα μέτωπά τους
Χαμηλωμένα. φοβούμενοι μήπως

Εν τέλει έκαναν κάποια γκάφα,
Πλησιάζαν και παρακολουθούσαν

Όμως αυτός προτιμούσε να σιωπά
Και να μετακινεί τους πεσσούς από

εδώ

και από

εκεί

Αντίπαλο δεν είχε, έπαιζε για δύο
Ανθρώπους κάνοντας τις κινήσεις

του μεν

και του δε,

Όμως κανείς από τους δύο δεν είμαι
Εγώ, τους είπε τότε κάπως προκλητικά,

Όσο τους έβλεπε να απορούν και με
Τα μάτια τους να έχουν επιστρέψει

σχεδόν

στην παιδική ηλικία,

Θα καθήσουμε να δούμε, Αγαμέμνων,
Του είπαν τότε, με κάποια όχι και τόσο

μεγάλη προθυμία

ωστόσο υπαρκτή

Ωσάν παιδιά που μαζευτήκαν σε αυλή
Σχολείου όπου μόλις είχε σημάνει το

κουδούνι

την λήξη

των μαθημάτων,

Θα καθήσουμε να δούμε,

Και ουδείς σηκώθηκε από τη θέση του
Μέχρι που'φτασε η νύχτα, και τ' αραιά

ψιθυρίσματα

και

τα γελάκια από εδώ και απ' εκεί

Συνεπλέκοντο ομαλότατα με τις αμήχανες
Και εξακριβωτικές γοές λίγων αδέσποτων

λύκων

που δεν τολμούσαν

ωστόσο

να πλησιάσουν κοντύτερα



***************************************************************************
Με αυτό το ποίημα ολοκληρώνεται η ποιητική ενότητα "Αγαμέμνων". Ευχαριστώ όλους τους φίλους για το ενδιαφέρον τους επί της ενότητας και ιδιαίτερα την Dianathenes για την ξεχωριστή προτίμηση που έδειξε σε αυτήν.