Saturday, July 18, 2009

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΟΦΗΛΙΑΣ


στην Νανά Τσόγκα



Η Οφηλία κάποτε κλειδώθηκε
Έξω από το αόρατο σπίτι της,

που

βρισκόταν

Ανάμεσα σε έναν ουρανοξύστη
Και μια στέππα από την άλλη,

Θα δοκιμάσω να χτυπήσω στους
Γείτονες, είπε , αυτοί σίγουρα θα

με

βοηθήσουν,

Και άρχισε να κατεβαίνει βιαστικά
Τις πελώριες ελικοειδείς σκάλες του

σύμπαντος

μέχρι

το επίκεντρο της γης,

Ενώ στην κάθοδό της συναντούσε
Μία προς μία τις σκέψεις που είχε

Κάνει στη ζωή της από τότε που ο
Λαιμός της άρχισε να φέγγει σαν

Ο πύργος ελέγχου αεροδρομίου
Σε μια πολιτεία φτιαγμένη από

σάρκα

και

χρόνο,

Και οι σκέψεις της είχανε ήδη γίνει
Τα αρχιτεκτονικά πτηνά που βαριά

Παραπετούσαν μέσα στις σκιώδεις
Στοές και ανακάθονταν σαν αίμα

παγωμένο

στα

βάραθρα

Που ανοίγονταν γρήγορα γρήγορα
Στην υπόγεια επικράτεια επί οργής

αγνώστου

θεότητας,

Οφηλία, το πρόσωπό σου λάμπει
Όπως ο ήλιος της ψυχής, όμως εδώ

θα βρεις

μόνον

την φαγωμένη νύχτα,

Έλεγαν τα πτηνά και άρχιζαν να
Αυξομειώνονται στο μέγεθος και

Τις διαστάσεις δίνοντας ραγδαία
Την εντύπωση των αβυσσαίων

πλασμάτων

του

ωκεανού,

Οφηλία, της μήνυαν πάλι τα πτηνά,
Ο μόνος δρόμος για να ξαναμπείς

στο σπίτι σου

Είναι να μας πιάσεις ένα προς ένα
Και να μας μετατρέψεις σε στίχους,

της έλεγαν,

Σε στίχους,

Οφηλία,

Κι η πόρτα από μόνη της είναι το
Κλειδί και άλλο κανένα, σφυρίζαν

τσιριχτά με μάτια κοχλίες

καθώς φτεράκιζαν την

βαλσαμωμένη αχλύ τους,

Εμείς βεβαίως δεν μπορούμε να
Αποδράσουμε από τον εγκέφαλο

όπου εντός του

πετάμε

Και το φως εκείνο των ανθρώπων
Ποτέ να μην μας είναι εύκολο να

δούμε,

Όμως οι

λέξεις σου

Οφηλία,

Ας είναι το βάμμα κάθε ενοχής που
Στα ανθρώπινα λυτρώνει τον κόσμo,

της

διεμήνυσαν

εν τέλει

Και ευθύς άρχισαν να κρώζουν όλα
Σαν χορωδία φλογοβόλων αγγέλων

σε

σπαρακτική

ευθυμία,

Ενώ ολόγυρά τους το χαμόσυρτο
Γέλιο ενός δαίμονα κλεισμένου

σε

φυλακή

αιώνων

Φάνταζε να αναδιανέμει αργή λύπη
Στην βασιλεία του χρόνου καθώς η

βοή

Του πάνω κόσμου ακουγόταν πλέον
Ως η μακρινή τελετή αποκαθήλωσης

της

ζωής,

Ας είναι, έλεγε τότε η Οφηλία και
Καθόταν να ξαποστάσει σε έναν

βράχο,

Θα χτίσω ένα καινούργιο σπίτι εδώ,
Και άστρα με μισόκλειστα μάτια θα

Βάλω να παραφυλάνε τις παλίρροιες
Της ζωής την στιγμή ακριβώς που σε

ζωή

μεταβαίνει,

Και κήπους

Με φυτευμένους ήλιους στο κέντρο
Του ξεσπάσματος του ωσαννά κάθε

ανθρώπου

Θα φτιάξω για τους κατοίκους
Αυτής της κόλασης, και εξώστες

Στα πάνω πατώματα της ύπαρξης
Απ'όπου η θέα θα πρέπει να είναι

αντάξια

Των όντων που αργά ανασύρονται από
Τα νερά της θάλασσας και μεταβαίνουν

όχι στη

στεριά

αλλά

Πάλι σε θάλασσα όπου και επιρρέουν
Σαν ρεύματα πόθων ολόφωτων στα

αγνοούμενα καλοκαίρια,

έλεγε η Οφηλία

και φύσαγε

Με δύναμη στο κενό και από την
Πνοή της σχηματίζονταν μορφές

Που πάλευαν μεταξύ τους για να
Περαιωθούν σε γαλαξία οριστικό

Τα μάτια της είχαν ήδη μετατραπεί
Σε δυο υάλινες σειρήνες του νότου

Ενώ από τα λεπτά της χέρια έσταζε
Ξανά η πολύχρωμη διαθήκη μιας

νέας

χαράς

στις κοιλάδες της ομιλίας,

Ελέχθη κάποτε πως οι άνθρωποι
Αναζήτησαν ξανά την Οφηλία στην

επιφάνεια

της

γης

Όμως παντού τα ίχνη της δεν ήταν
Παρά πεταμένα κλειδιά στο δρόμο

Χωρίς ωστόσο να τολμάει κανείς να
Τα μαζέψει από κάτω, ούτε φυσικά

να ξεκλειδώσει

τίποτα

με αυτά,

Αν και όχι σπάνια

Τα κοιτούσαν με κάτι ανάμεσα
Περιέργεια και νάρκη διαθέσιμη

σε μια

ολόκληρη ζωή

Παραδόξως ξοδεμένη σε αντικλείδια
Για πλαίσια αδειανά με βγαλμένες

ήδη

τις θύρες

Που δεν μπορούσαν ωστόσο με την
Δοσμένη ελευθερία που παρουσίαζαν

Να τους αποθαρρύνουν

και

οριστικά



******************************************************************************
Αταξινόμητο ακόμα ποίημα, είναι πιθανό να προσαρτηθεί στο "Casino Baroque" το οποίο είναι ήδη ολοκληρωμένο.