Thursday, July 9, 2009
Η ΚΙΝΗΣΗ
Στην Olga, αντιχάρισμα σκακιστικής εκτίμησης
Μα πάντοτε ο κόσμος κρεμόταν σε
Μία και μόνον κίνηση κάθε φορά
αγαπητέ μου Τζέημς,
Έλεγε ο Μόρφυ στον Μακ Κόννελ
Εκείνη την εσπέρα της Κυριακής
που
Τα πουλιά είχαν γεμίσει τον ουρανό
Της Νέας Ορλεάνης με δικτυωτές
πτήσεις
κατασπαραγής κάθε λευκότητας
στην οικουμένη καθώς
Εφάνταζαν να διανέμουν την οργή
Στους από παλιά εσώκλειστους μες
στα κυτταρικά κελλιά
της ιδιωτείας
ανθρώπους
Μιας ζωής που φαινόταν περισσότερο
Ακλόνητη από ποτέ, η διαρραγή του
ουρανού
Έμοιαζε οριστική πάνω από την απλή
Σκακιέρα της οποίας οι βαρείς πεσσοί
απεργάζονταν
το αίνιγμα
της κυριαρχίας στα ανθρώπινα,
Και μια κίνηση την δεδομένη στιγμή,
Συνέχισε ο Μόρφυ, υπήρξε οσαύτως
Το αμοιβαίο σύμφωνο για την διαρροή
Της αξιοπρέπειας ανάμεσα στη φωτιά
του επιθυμητού
και τον πάγο του χρόνου,
θυμήσου το αυτό Τζέημς,
γιατί δεν θα σου χρειαστεί
ποτέ,
Και αναπήδησε στο κάθισμά του με
Λίθινη αυτοσυγκράτηση έκφρασης,
Σειρά σου να κάνεις την
κίνηση,
Είπε στον Μακ Κόννελ ο οποίος όμως
Φαινόταν σοβαρά προβληματισμένος
πάνω απ'
τη
σκακιέρα,
Δεν είναι εύκολη η κατάσταση, είπε ο
Δεύτερος, έχω την εντύπωση πως ό,τι
Και αν παίξω η θέση είναι χαμένη, και
Φάνηκε σα να ήθελε να παρατήσει την
παρτίδα,
Μπορεί, του είπε τότε ο Μόρφυ, όμως
Η κίνηση είναι δική σου, αν με εννοείς,
Και το πρόσωπό του σκοτείνιασε, δεν
Είναι δική μου, και κοίταζε μακριά σα
Να τον είχε απορροφήσει ήδη ο ουρανός
Και τον έκανε να μιλάει με τη φωνή ενός
εμβόλιμου
στην ανθρωπότητα
αγγέλου της διαρκούς ρήξης,
Λέω να εγκαταλείψω,
Είπε με αποφασιστικό δισταγμό
Ο Μακ Κόννελ, όχι όχι, κάνε την
κίνησή σου,
του αντιπρότεινε ο Μόρφυ,
Για ποιο λόγο, του απάντησε ο άλλος,
Έτσι, σαν μια χειρονομία αποφυγής
του
τετελεσμένου
Η σκακιέρα έχει την δική της ζωή
Όμως ο παίκτης έχει και αυτός
την δική του
Ο κόσμος όλος είναι μια θέση χαμένη
Στην οποία ο ισχυρός οφείλει κάποτε
να
μοιράζει
τις κινήσεις του
Σαν πιστοποιητικά του παραδείσου
Σε μια ντροπαλή κι αμήχανη κόλαση
Που δεν ξέρει ακόμα να διαχειριστεί
Το δαιμονικό της πλεόνασμα κάπως
ορθά,
Θέλεις να πεις, τον έκοψε απότομα
Ο Μακ Κόννελ, πως σημασία δεν
έχει το γεγονός
αλλά ενδεχομένως η ομορφιά
που προκύπτει σ'αυτό;
Μερικές φορές δεν σε καταλαβαίνω
Πωλ, έχω την εντύπωση ότι είσαι
λίγο
τρελλός,
Κατέληξε και άπλωσε το χέρι του
Στην άδεια μποτίλια του σκοτς,
Θα σηκωθώ να φέρω μια άλλη φιάλη,
Είπε τότε βαρύθυμα, κάτσε, έρχομαι,
Να μια κίνηση αλύπητη, του είπε
Τότε ο Μόρφυ, διάολε τόσο εύκολα
Που επιστρέφουν όλα στη ζωή!
Και τόσο γρήγορα που το φως
της
αγαθής
ημέρας
Ανακαταλαμβάνει τα οχυρώματα μιας
Νύχτας σε φλόγωση, ενός λυτρωτικού
σκότους που τολμά να
εξεγείρεται
επιτέλους
Εναντίον της πιο λείας ειμαρμένης που
Σαν θάλασσα απλωμένη στις εκτάσεις
των
πράξεων
Βυθίζει ένα ένα τα καράβια της ψυχής
Όταν αποπειρώνται να βγουν από το
λιμάνι
του καθημερινού
φωτός·
Τι θέλεις να πεις Πωλ, του είπε τότε
Κάπως ενοχλημένος ο Μακ Κόννελ,
Μήπως ότι αν εγκατέλειπα τη νομική
Καρριέρα μου όπως εσύ, δεν θα ήμουν
Τώρα στην άβολη θέση να εγκαταλείπω
Σχεδόν κάθε παρτίδα που παίζω μαζί σου;
Η ζωή είναι θυσία, φίλε μου, του αντέτεινε
Τότε ο Μόρφυ, ουδέν στον κόσμο αυτόν
τον
μονήρη
και αυτοπαθή
Επιτυγχάνεται, χωρίς να ρημάζεις
Μεγάλα τμήματα του εαυτού σου
Σε κρημνό μυστηριώδη που μοιάζει
Να ανασαλεύει τα ρηχά πεπρωμένα
Προς όφελος του πιο τολμηρού· μία
Κίνηση είναι το όλο θριαμβικό ζήτημα
Μια κίνηση
Που μπροστά της
ακόμα
Τα αιώνια πλήθη, ίδια ξανά στη σκηνή
Της Ιστορίας κάθε φορά, διστάζουν να
την πραγματώσουν
στο ξέφωτο
της ελευθερίας απ' ο,τιδήποτε,
Και έκανε νόημα στον Μακ Κόννελ
Να μην βάλει ουίσκυ στο δικό του
ποτήρι,
Ο κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά
Το σκηνικό μιας θυσίας που λες και
Από την αρχή του χρόνου αενάως
Επαναλαμβάνεται με κάθε αφορμή
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς θυσιάστηκε
Τότε, όμως φαίνεται πως έως σήμερα
ακόμα
μένουν
Ανοιχτοί οι λογαριασμοί ανάμεσα στον
Άνθρωπο και την σκιά του, ανάμεσα
Στην εποχή και την καίρια στιγμή της
Ανατροπής, μα προπάντων ανάμεσα
Στο χρόνο και το μυαλό μας, Τζέημς,
Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ον ασταθές
Ένα πλάσμα ηδύβιο στην πρόθεση, που
Ψάχνοντας το πλέον ασφαλές λιμάνι
παραδέρνει
από ναυάγιο
σε ναυάγιο
Ολοένα κάνοντας το σήμα κινδύνου
Στα διερχόμενα πλοία να τον δουν
Και να τον περισυλλέξουν από τα νερά,
Ο άνθρωπος, Τζέημς, και δεν πέφτω
έξω,
είναι το χείλος
του εαυτού του
Μονίμως κρέμεται από μια κίνηση
Που ωστόσο διστάζει να την κάνει
Περιέργως είναι σε κίνηση χωρίς
Να κάνει καμμιά κίνηση ο ίδιος
Είναι γι' αυτό το λόγο το πρώτο
Κινούν ακίνητο ενώπιον καύσεως
ζωής
επί ζωής αγνώστου
με ακόμα πιο άγνωστη κατάληξη,
Ναι, αυτός ο ίδιος είναι το χείλος
Του εαυτού του, απ' το οποίο όμως
Ο ίδιος ποτέ δεν ξεγλιστράει αλλά
Πάντα οι άλλοι ως οι ιδανικοί του
αντιπρόσωποι
χωρίς κανένα πρόσωπο έχοντας
πολλά τα πρόσωπα
στους ρόλους της φαντασίας·
Δεν ξέρουμε αν τελικά και πότε
Μέσα σε αυτό το χιλιοφθαρμένο
πλήθος
που παραφυλάει
από
Γωνιά αγωνίας σε γωνιά αγωνιζόμενο
Σκληρά για να πετύχει ένα κάπως πιο
ευπρεπές
τίποτα
Βρεθεί κάποιος να κάνει την κίνηση,
Είπε ο Μόρφυ και φάνηκε σα να
Ήθελε να γελάσει χωρίς γέλιο καν·
Για ποια κίνηση μιλάς Πωλ, και τι
Ακριβώς προσδοκείς να κάνει,
ρωτούσε
Ακινητοποιημένος στην θέση του
Και με βαρειά, χαλασμένη διάθεση
ο Μακ Κόννελ,
Όμως ο Μόρφυ δεν του απαντούσε
Ενώ τα σμήνη των πουλιών πάνω
Από τη Νέα Ορλεάνη, κρώζαν ολοένα
Και πιο εφιαλτικά ωσάν να κατέτρωγαν
Εκείνη τη στιγμή
Και τα ελάχιστα απομεινάρια ψυχών
Που αδειάζονταν κατά δεκάδες και
εκατοντάδες
στους βάλτους της Λουιζιάνα,
Να κάνει επιτέλους την κίνηση,
Επανέλαβε ξαφνικά ο Μόρφυ
και φάνηκε
Σα να ήθελε να βγει έξω από την
Έπαυλη, ενώ ο Μακ Κόννελ με
Τα χέρια του
Να στηρίζονται στο κάθισμα με τους
Αγκώνες ερωτηματικά λυγισμένους
και με
Ανορθωμένο ελαφρώς τον κορμό του
Προσπαθούσε όχι με μεγάλη επιμονή,
σχεδόν
μισοχαζεύοντας την ίδια του
την σκέψη
Να θυμηθεί τον λόγο που 'θελε
Να σηκωθεί από τη θέση του,
Κάτι ήθελα να φέρω, έλεγε, αλλά
Πάει καιρός που δεν με απασχολεί
πλέον,
Μα φαινόταν ωστόσο σαφέστατα
Για μερικά λεπτά ότι ακόμα δεν
Σκόπευε να γείρει πίσω
στο κάθισμά του
τελεσίδικα,
Όμως εν τέλει ξανακάθησε
Αν και
με το κεφάλι γερμένο προς τα μπρος
Σε αμήχανη ετοιμότητα·