Wednesday, July 1, 2009
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΧΙΜΑΙΡΑ
Υπήρξα από πάντα ο μυστικός ήλιος
Του κόσμου, Βελλεροφόντη, του έλεγε
Η Χίμαιρα ψιθυριστά μες από τους
Τοίχους του παλαιού ερημωμένου
μεγάρου
στην άκρη της πόλης,
Εγώ η ίδια είμαι ο κόσμος
Και είμαι ακόμα η αράχνη που υφαίνει
Σε ιστό τα μυαλά των ανθρώπων, δες
Πόσο μοιάζουν στις επιθυμίες τους, λες
Και ο ένας είναι καθρέπτης του άλλου
Καθώς όλοι μαζί τινάσσουν παντού το
Δικό μου φως μονάχα, αυτό το ίδιο
Που φάνηκε στη γέννησή τους και τον
Μοναχικό τους θάνατο, το ένοχο φως
που
Διέφυγε από τον παράδεισο και έγινε
Η κατάρα επί γης, γιατί κάθε φως που
λάμπει στην υφήλιο
είμαι
εγώ,
είπε η Χίμαιρα
Και για μια στιγμή ο Βελλεροφόντης
Έχασε την φωνή της μέσα από τους
τοίχους,
Είμαι εδώ
Βελλεροφόντη,
Την άκουσε και πάλι να του ψιθυρίζει
Από δίπλα του, όμως εσύ δεν ήσουν
Από πάντα εδώ, ένας παρείσακτος ξένος
Υπήρξες προς τον κόσμο, μια διαρκής
αποκάλυψη
της αυτοκρατορίας του νου
που δεν έβλεπαν
Ένας παρίας βασιλιάς, μια ακίνητη φυγή,
Ένας τρόμος στο στόμα κάθε ανθρώπου
γιατί
εσύ
Ήσουν το Άγνωστο χωρίς να το γνωρίζεις,
Βελλεροφόντη, ενώ εγώ ήμουν το Γνωστό
Που με νοιώθανε κάθε στιγμή στο κάθε
Βήμα τους χωρίς καν να υποψιάζονται
Πως είμαι περισσότερο κοντά τους απ'όσο
Θα μπορούσανε ποτέ να φανταστούν, μέσα
στην τύψη ενός χρόνου
που παρέρχεται
τόσο αργά και τόσο γρήγορα μαζί
Βάζοντας τα πράγματα πίσω στις θέσεις τους
Ξανά, τίποτε δεν αλλάζει πραγματικά, ει μη
το πλήθος της ζωής
όχι όμως η ζωή,
του είπε ακόμα πιο ψιθυριστά,
η ζωή όμως όχι,
Σάρκα από τη σάρκα τους ήμουν και όμως
Σε σάρκα δεν μ' έβλεπαν ποτέ τους, αίμα
από
Το δικό τους αίμα, και όμως, ούτε μια φορά
Δεν λογίσανε ότι στο αίμα τους μέσα ήμουν
Εγώ και η βέβαιη συμφορά τους ότι άλλος
Δεν διαιωνιζόταν από γενεά σε γενεά, γιατί
μόνον εγώ
Ερχόμουν από ύπαρξη σε ύπαρξη και όχι
Η συνέχειά τους στο χρόνο, ποτέ τους δεν
με είδαν
να γίνομαι πραγματικότητα
Και όμως
Υπήρξα η μόνη πραγματικότητά τους, σαν
Τα νυκτερινά άστρα που χάνονται στο φως
Της ημέρας και σαν τα ίχνη του διαβάτη
Που σβήνουν στον απρόσιτο δρυμό ήμουν
γι' αυτούς,
Βελλεροφόντη,
Και όπως το νερό
Της θάλασσας που σιγά σιγά αποσύρεται
Από την άμμο κατακρατώντας ό,τι στο
πέρασμά του
βρήκε
έκθετο
Έτσι έκλεψα τους βίους τους, μνήμη για την
Υπόσχεση επιστρέφοντας και νοσταλγία στη
προσδοκία
Ουδείς κατάλαβε ποτέ πως ήμουν το φάσμα
Ενός κόσμου που εγείρεται μονάχα όταν η
αλήθεια
κοιμάται
Και οι άνθρωποι είναι ξύπνιοι χάρις στον
Ύπνο της και μόνο· είπε και φάνηκε σα
Να περίμενε απόκριση, γιατί μιλάς μέσα
Από τους τοίχους και δεν φανερώνεσαι
μπροστά μου,
Την ρώτησε τότε ο Βελλεροφόντης,
Δεν είμαι ούτε εδώ ούτε εκεί, είμαι
παντού,
του απάντησε,
Και γιατί δεν τολμάς έστω και μια φορά
Σώμα ανθρώπινο να λάβεις αλλά κρύβεσαι
Από νου σε νου και από νόστο σε νόστο,
Επειδή μία μορφή αν λάβω έστω και για
λίγο
Αυτό θα σημαίνει το θάνατό μου, του είπε,
Είμαι τα πολλά όχι το εν, και είμαι ακόμα
Το απατηλό παιγνίδι ανάμεσα στις μορφές
Όχι όμως η μορφή· εγώ είμαι η λέξη χωρίς
τον ήχο της
Και είμαι ο ήχος χωρίς την σημασία του,
Και όμως, χωρίς εμένα τίποτε δεν μπορεί
Να φαίνεται πως έχει
κάποιο νόημα
Σαν την ανεμοθύελλα που εγκλωβίστηκε
Μέσα σε σπίτι και δείχνει σα να μη θέλει
να βγει έξω
είμαι και θα είμαι
για πάντα
Στους ανθρώπους η μάταιη ανάσα τους σε
Τακτούς ρυθμικούς κτύπους χαλασμάτων
ζωής
Και είμαι ακόμα η καρδιά της γης· άνευ
Εμού ουδέν, μηδεμία όντος πνοή φυσά
και μηδείς
Πύργος σαρκός δύναται να υπάρξει χωρίς
Την δική μου παρουσία· παρ'όλ' αυτά δεν
Είσαι κάτι παραπάνω από ένα φωτοβόλημα
Του μυαλού, μια στιγμιαία ολιγωρία της ζωής
Στην λειψή σκιά της, είπε ο Βελλεροφόντης,
Σαν τον γκρεμό που μόνο ένα βήμα θέλει
Για να πάλλεται ζωντανός από τον θάνατο
Ανθρώπου, σαν το περίγραμμα του ηλίου
Που μπορεί να φαίνεται μονάχα όταν το
Σκότος της σελήνης μπαίνει μπροστά του
Δίνω σχήμα σε αυτό που δεν υπάρχει και
Υπόσταση σε αυτό που θα μπορούσε να
είναι ποθητό
από μάτι και νου και καρδιά,
του αντείπε τότε η Χίμαιρα,
Δαίμονες τρελλοί και πείσμονες εγείρονται
Κάθε φορά που ένας άνθρωπος τολμά να
με
επιθυμήσει,
Δαίμονες ενός κόσμου που είναι φτιαγμένος
Με όρια πυρός και συντέλειας σαν φυλακή
θεού
Που ακόμα δεν ξέρει ότι είναι θεός· και πώς
Μπορείς και αντέχεις τo τόσο βάρος από τις
Θολές πλημμύρες των πόθων των θνητών,
Την ρώτησε τότε ο Βελλεροφόντης, μα δεν
έχουν
Κανένα βάρος έτσι και αλλιώς, πρόκειται
Για φαντασίες ελαφρές που τόσο γρήγορα
Αντικαθίστανται με άλλες· και πώς μπορείς
Να ζεις ξέροντας πως αν οι θνητοί πάψουν
Να ονειρεύονται, εσύ θα σβήσεις μέσα σε
Μια στιγμή· είσαι κι εσύ θνητός μην το
Ξεχνάς αυτό, του απάντησε απότομα η
Χίμαιρα, μπροστά στην αιώνια πτήση σου
Ήσουν πρόθυμος τόσο τη μοναδική λάμψη
Σκοπού να τους στερήσεις, υπάρχω γιατί
πιστεύουν
ότι
υπάρχω
Ακόμα και αν δεν με είδανε ποτέ είμαι η μόνη
Υπόσχεση ανταμοιβής για μια ζωή αναμονής
και θανάτου
μέσα σε θανάτους,
Βελλεροφόντη,
Κι εσύ που είσαι ο μόνος που εννόησες
Πως είμαι ένας κατοπτρισμός από νόες
μυριάδες που ήδη λύγισαν
σε έλξη έλξεων
ελπίδας και καταστροφής
Προς εκατομμύρια άλλους νόες λυγισμένους
Από την άχρηστη ακολουθία στιγμών πάνω
σε στιγμές
κελύφη άδεια σε νεκρό ακρογιάλι
και σβησμένοι οφθαλμοί
στο ηλιοβασίλεμα της λήθης
Θέλησες για πάντα να με αφανίσεις από τη
Κρυφή τους θέα , τον κάματό τους να με
φτάσουν
αποβάλλοντας σε μια στιγμή·
Και είπε τότε ο Βελλεροφόντης,
Επειδή είσαι το κραταιό έρκος ανάμεσα
Στον κόσμο και τον Όλυμπο, ο γνώστης
Τον θάνατό σου θα αποζητήσει, ο θνητός
Την αιωνιότητά σου· όχι Βελλεροφόντη,
Του είπε τότε η Χίμαιρα, είμαι η γνώση
Για τον γνώστη και η απόγνωση για τους
θνητούς
που
Μπορούν ωστόσο ν' αναβάλλουν κάπως
Τον θάνατό τους μες απ' τον αργό θάνατο
που εγώ
τους προσφέρω,
Και μιαν ημέρα όταν ο θόρυβος έξω από
Την πόρτα τους και το μυαλό τους θα έχει
κοπάσει
Και όταν η οπτική επικράτεια γύρω τους
Θα αρχίζει να τρεμουλιάζει σαν το είδωλο
Προσώπου στα νερά χειμωνιάτικης λίμνης
Θα φύγουν από τη ζωή τόσο ελαφρά όσο
Ελαφρές υπήρξαν και οι αιτήσεις τους, και
Τόσο βαριά όσο βαρείς ήταν οι κόποι τους
για να
με επιτύχουν,
Ο Βελλεροφόντης άκουγε τη φωνή της
Ολοένα και πιο μακρινή, ώσπου κάποιες
στιγμές
χανόταν
πίσω ξανά στην ανθρωπότητα
Και επανερχόταν πάντοτε ψιθυριστά
Και φάνταζαν σα να ζωντάνευαν και
να μιλούσαν
οι τοίχοι
του μεγάρου
Που ήταν επί χρόνια κλειστό, κανείς
Δεν ήξερε πως εκεί ήταν το σπίτι της
Χίμαιρας
Όταν μπορούσε κάποτε να νοιώθει ως
Άνθρωπος αν και δεν ήταν, όταν οι
Άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στους
Γύρω δρόμους είχαν ακόμη λίγο χρόνο
Μπροστά τους για να μην πεθάνουν και
Λιγότερο ακόμα χρόνο για να μη ζήσουν
ποτέ
Άδειες σφενδόνες μοίρας μπροστά σε ένα
Πιο άδειο ακόμα πλατύσκαλο του ηλίου
Που κρυβόταν όταν η Χίμαιρα ορθώνοταν
Στο κόσμο σαν καπνός από προσευχές και
ικεσίες
μαζεμένες από παντού όπου εξείχε
η κατάρα της ανθρώπινης ομιλίας·
Πλάνη θεού και πανουργία δαίμονος εσύ
Την τόση νεκρή ακολουθία σώματος με
σώμα
Σε ιλαρή και θηριώδη πομπή αναζήτησης
Ονείρου που δομείται από ρόδα αιμάτινα
σαρκός
και έλξεις ενός τάφου
που κρύβεται στις αγκαλιές των ματιών
Μηδέποτε στέργεις να ελαφρώσεις, είσαι
Γι'αυτό η θέα του κρίματος των κριμάτων
Ο πέλεκυς με τη βελούδινη κόψη και οι
Απόκρημνοι οδόντες αγγέλου ολέθρου
Που ψυχές συγκεντρώνει στο στόμα του
Και σπαράζει, ο θάνατός σου θα είναι η
λύση
αρχαίων δεσμών
και φρίκης τόσο παλαιάς
Όσο παλαιός είναι ο λίθος του κενού
Στον κόσμο μέσα στην παγωμένη
ακινησία του,
ξεστόμισε ταραγμένος
ο Βελλεροφόντης,
Είμαι το φυσικό επακόλουθο της κτίσης,
Τον διέκοψε η Χίμαιρα, και μόνον αυτό,
ό,τι σε όρια θα
κλείεται
σε χίμαιρα θα δραπετεύει
Και ό,τι στη μεγάλη νύχτα της γης θα
Επιβιώνει θα ακουμπάει την θλίψη του
Στα σαγόνια μιας ημέρας που θα φωτίζει
Μονάχα την φθορά, και ό,τι νεκρό θα
πέφτει
θα ανασταίνεται
στην χαρμόσυνη φυλακή των ονείρων
Εάν ένας άνθρωπος Βελλεροφόντη, έλεγε
Η Χίμαιρα και φάνηκε να ζωντανεύει η
φωνή της
απρόσμενα,
Ονειρεύεται, τούτο σημαίνει πως είναι
Δέσμιος του ονείρου του και μόνον και
όχι
της ζωής του,
Άλλο δεν κάνει από το να ονειρεύεται
Συνεχώς τον κόσμο και γι' αυτό ο κόσμος
μπορεί να υπάρχει
και γι' αυτό κι εγώ
που είμαι ο κόσμος
Τρέφομαι σαν ύαινα από τα ψελλίσματα
Των επιθυμιών τους και απ' το άγχος της
επομένης
του ονειρέματος
στιγμής
Οι άνθρωποι αστόχαστα λατρεύουν το
Όνειρο γιατί παράξενα πιστεύουνε πως
είναι
ελευθερία
Να ζει η φαντασία τους κι οι ίδιοι όχι·
Πιο κωμικός σπαραγμός δικαιοσύνης
δεν υπάρχει από
το όνειρο
Βελλεροφόντη,
Οι γάμοι του μεγαλείου με την γελοιότητα
Αυτό είναι οι άνθρωποι όταν τολμούν να
ονειρεύονται
Kαι οι
άλλοι
Ποτέ δεν θα νοιαστούν έτσι κι αλλιώς να
Τους εκλάβουν ως ελεύθερους, αλλά πώς
Να χειριστούν και αυτών την σκλαβιά
Προς όφελος ιδικό τους, κάθε ον που
αναπνέει
σημαίνει
εξουσία
Βελλεροφόντη, και κάθε κίνηση στον
Κόσμο ακόμα και η πιο ασήμαντη δεν
είναι
παρά
ρίψις πλοκάμου εξουσίας στο χάος·
Σκληρό να το δεχτεί κανείς, της είπε
Τότε, όσο σκληρό το να ελπίζει δίχως
ελπίδα
και να σβήνει τη δίψα του
με καυτή άμμο,
Προσέθεσε η Χίμαιρα στα λόγια του,
Θέαμα ανάρμοστο για την θεότητα·
μουρμούρισε ο Βελλεροφόντης,
Μπορεί αλλά δεν είναι πραγματικό, όλος
Ο κόσμος δεν είναι παρά μια ρημαγμένη
οπτασία,
του είπε, τίποτε δεν ισχύει, τίποτε
δεν είναι αληθινό·
Όσο το βιώνει κανείς είναι αληθινό και
Ας είναι και ψέμμα, της απάντησε, ναι,
Αλλά μην ζητάς από εμένα τις ευθύνες
Εγώ είμαι η φωτιά του βασάνου όχι ο
βασανιστής,
Και η σωτηρία τότε από πού; τρέκλιζε
Τα λόγια του ο Βελλεροφόντης, και η
λύση
του φαιδρού ονείρου της ζωής πότε;
Το Άγνωστο τους έφερε σε ύπαρξη
Μόνο το Άγνωστο μπορεί να τους
λυτρώσει,
του είπε,
Σαν μακρινή ανάμνηση από χρόνια
Σβησμένα, αίνος λυτός στα σπήλαια
των
λυπημένων
αιώνων
Και σαν υπόσχεση μυστική που ποτέ
Δεν φανερωνόταν στην κλειστή ηχώ
του πραγματικού
θα έλθει και θα λυγίσει τον κόσμο
γι'άλλη μια φορά
Και συ Βελλεροφόντη, μαύρο άστρο
Της απειλής και του ιλίγγου, αίμα
καθαρό
του
ουρανού
Θνητός θα έχεις υπάρξει μα σαν θνητός
Τις μέρες σου δεν θα τελευτήσεις, μια
αμείλικτη μεσημβρία στη καρδιά
θα ρημάζει με αγάπη και τρόμο
όσους σε γνώρισαν
Μια μνήμη χαμού και σωτηρίας στα
Ίδια σκιαγμένα, αδιέξοδα κύτταρα
των
ανθρώπων
Που σαν θάλασσα πάνω σε θάλασσα
Αναδιανέμονται από ανέμους θεών
και φρέαρ μέσα τους
δαιμονικό·
Καμμιά
Πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να
Είναι πραγματική αν δεν ήταν η πρώτη
τη τάξει
χίμαιρα,
Του είπε τότε η Χίμαιρα αινιγματικά ενώ
Ο Βελλεροφόντης ένοιωθε τα μάτια του
Να αδειάζουν σαν οι δεξαμενές της πλάνης
Σε σύμπαν που 'χε αποβεί πιο άδειο ακόμα,
Καμμία πραγματικότητα δεν θα υπήρχε,
Επανέλαβε, αν δεν ήταν η πρώτη χίμαιρα
Που εμφανίστηκε
ποτέ
στον κόσμο,
Και φάνηκε τότε να χάνεται η φωνή της
Οριστικά· ο Βελλεροφόντης την κάλεσε
ξανά
με το όνομά της
αλλά δεν φαινόταν πλέον
Ενώ έξω από το μέγαρο ακουγόταν
Βοή πλήθους μεγάλου σε ταραχή,
Ποιοι είστε εσείς; τους ρώτησε, δεν
Διακρίνονταν καν τα πρόσωπά τους,
ποιοι;
Δεν του απαντούσε κανείς, αμίλητοι
Τον κοιτούσαν με το βλέμμα τους να
έχει
κάτι
από παράκληση
Στην πλέον ακατάλληλη στιγμή· ποιοι
Είστε, τους ξαναρώτησε, πόσοι είστε
Και γιατί μαζεύτηκατε εδώ αυτή την
Ώρα;
Δεν ήλθαμε, του είπαν τελικά, μόλις
Φεύγουμε Βελλεροφόντη, τώρα δα
φεύγουμε,
Και ακούστηκε η λέξη 'φεύγουμε'
Σαν η αναχώρηση ολόκληρου του
σώματος
της ανθρωπότητας
Από την ζωή
Με κάτι στα μάτια τους ακόμα να
Λάμπει ισχνά μεν αλλά αληθινά
Σαν κάποιος να έδινε την υπόσχεση
Ότι μπορεί να ξαναϋπάρξει κάποτε
σε μια πιο αποτελεσματική διαδρομή
της απελεύθερης ενοχής
στον ίδιο, αιώνιο κόσμο·