Sunday, June 14, 2009
TEMPUS FUGIT, VINCIT OMNIA VERITAS
Αθόρυβα που μας ανύψωσε το
Σκοτάδι, έλεγε ο πρωτότοκος
Στον σωσία του,
Και αθόρυβα μας απέδωσε στην
Χρόνια εκκρεμότητα της στιγμής,
Και ιδού εμείς,
Οι χαμένοι όφεις στις λεωφόρους
Και οι λυμένοι ιμάντες του ηλίου
που τούδε και εφεξής
μόνον θα δύει
στη ψυχή μας,
Επιτύχαμε εν τέλει την κεντρομόλο
Αιθρία της θνητότητας, μα ακόμη
φλέγεται
το ερώτημα
Αν είμαστε
Κάτι περισσότερο του θανάτου μας
Ή ο θάνατος είναι κάτι λιγότερο των
θρυλουμένων του,
Ντράγκο, η ιστορία του κόσμου
Δεν είναι παρά φως και σκότος
Εκεί που βλέπουμε το πρώτο δεν
Είναι άλλο παρά μόνο το δεύτερο
και
εκεί
Που σκότος ακόμα αγναντεύουμε
Βρίσκεται η μοναδική εστία φωτός
στην
Οχλούμενη επικράτεια του νου μας
Αληθώς σου λέγω, πως στις ξηρές
Σκιές ανάμεσα γεννάται η βασιλεία
Και ποτέ στα φωσφόρα επιτελεία
Της ζωής
Και στα ερέβη της ομιλίας επίκειται
Ο μυστικός στέφανος του ανθρώπου
και όχι
Στην
Αναδιασάλευση της αγοράς με ακόμα
Πιο αγοραίους ήχους προτροπής και
αποτροπής,
Ο σωσίας του τον άκουγε με προσοχή
Ωστόσο είχε και το μυαλό του συνεχώς
στο
Είδωλό του έτσι όπως μπορούσε μόλις
Να το διακρίνει στο χρωματιστό γυαλί
των
Μπουκαλιών, είμαι εγώ, είπε τελικά, αλλά
Παραμορφωμένος από τον συμπιεσμένο
οίστρο
της
οπτικής,
Εφ'όσον το είδωλό μου στο γυαλί δεν
Ζει ακόμη, τίποτε δεν με διαβεβαιώνει
Πως κι εγώ ως μέγα είδωλο στη φιάλη
Του κόσμου ζω αληθινά, είπε ο Ντράγκο
Και έβγαλε από τη θήκη του το τσέλλο
Και σκέφτηκε να το ξεσκονίσει ελαφρά,
Οι τόσες σκέψεις και επιθυμίες, οι μύριες
Κινήσεις πλήθους ανθρώπων προς την
ζωή
Οι άπειρες προσδοκίες οι ασύμπτωτες
Μεταξύ τους, ένα φυγόκεντρο σύνολο
ελπίδας
Ένας για έναν και κανένας για όλους, το
Αγριότερο και γελοιότερο πανόραμα του
κόσμου,
Αυτό όμως
παράγει το κόσμο,
Πώς είναι δυνατόν η τόση οχλοβοή
Των πόθων από τους καλπασμούς
Των υπάρξεων εκατομμυρίων που
Απλά αναμένουν και θα αναμένουν
ώσπου να πεθάνουν
δίχως να λάβουν
τα εξ ονείρου υπεσχημένα
Να εκβάλλει μία και μόνον εικόνα
Της αργόσυρτης καθημερινότητας
Αυτό είναι μυστήριο, κάθε άνθρωπος
Που κυκλοφορεί στους δρόμους είναι
Ένας παρίας του εαυτού του, έλεγε ο
Ντράγκο και για μια στιγμή φάνηκε
να γελάει με παιδική κακία,
μισεί την
Πραγματικότητα μισεί ωστόσο και ό,τι
Του φαντάζει μη πραγματικό, μα τόσο
Θυμωμένοι που περπατάνε όλοι τους!
Λες και το δικαίωμα στην ζωή είναι
Υποχρεωτικό, αντίφαση εν όροις μα
αντίφαση
και μέσα στα πολυκαιρισμένα
κύτταρά μας,
Κατέληξε, και ήρεμα έσυρε το δοξάρι
Πάνω στις χορδές του τσέλλου του
Οι ήχοι που γέμιζαν σιγά σιγά την
Σχεδόν έρημη αίθουσα αναψυχής
Του ξενοδοχείου, ακούγονταν σαν
Σωριασμένες ψυχές στο δάπεδο
Από το οποίο δεν ηγέρθησαν ποτέ
Και ανάμεσα τους κυκλοφορούσε
Μόνον ο θάνατος που τις συνέλεγε
Με περισσή αφέλεια, την εξαίρεση
Μην επιτρέποντας, ενώ λίγο πιο κει
Καθόταν μόνη της η Λισαβώνα, από
Το κόσμο φάνταζε διωγμένη, από τον
Εαυτό της εξίσου, της έκανε νόημα
Ο πρωτότοκος να έλθει να καθήσει
Μαζί τους, Λισαβώνα, είπε τότε στη
γυναίκα,
Ένα παιγνίδι της οπτικής είναι όλα,
Ό,τι ανύμνησε ο άνθρωπος κι η λήθη
Μήποτε απάλειψε, ο έρωτας και η
Χαρά της ηδονής, η νίκη και η δόξα,
Η φιλία κι η αγάπη, είναι οι στρεβλές
Παραμορφώσεις ειδώλων μέσα σε
είδωλα του νου·
Και άλλος καθρέπτης
ουδείς
Ει μη ο εαυτός μας που σαν φωτεινός
Στρόβιλος χρόνου αναδιανέμει τον
Χαμένο παράδεισο σε ευάγριο δέμας
Επιθυμίας στις άδειες εθνικές οδούς
των
βλεμμάτων
μας
Που σαν κομμένα ξύλα από πέλεκυ θεού
Μη ορατό στο κόσμο πέφτουν κενά στο
σωρό
των
στιγμών
Σε έναν επιθανάτιο διάδρομο σκληρής
Ελευθερίας που μόλις είναι υποφερτός
από
Κάθε ζωή που ομιλεί και σωπαίνει, σα
Μια σπασμένη ρόδα που κατρακυλά
ανέμελα
Στα λιθόστρωτα κοιμητήρια των εποχών
Χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι και το
φθινόπωρο
Είναι οι τέσσερεις εποχές του ζόφου
Και όχι απαραίτητα του χρόνου, ότι
Ο χρόνος είναι μόνον η κρίσιμη λέξη
Για τις παραλλαγές της ομίχλης, εδώ
Συρθήκαμε υποτελείς στο αίνιγμα
Δίχως να ερωτηθούμε, εδώ και θα
Εκτείνουμε την κυριαρχία μας στα
Ύπατα σκότη της ομιλούσης σαρκός,
Η Λισαβώνα τον άκουγε με έκπληκτα
Τα παιδικά ασημένια της μάτια, η ίδια
Έδειχνε να μην μπορεί να ζήσει μα και
Να μην μπορεί να πεθάνει, ήταν ένα
Έρμαιο
του πιο κρυμμένου πυρσού
Μέσα της
Μια νύχτα, λένε, έπιασε φωτιά το
Μυαλό της και από τότε ποτέ της
Δεν θυμήθηκε ποια ήταν,
Να η Λισαβώνα, έλεγαν τα παιδιά
Στο δρόμο της, άστρο σπασμένο
Από τις οροφές και μάγισσα τρελλή
Στη κατηφόρα, η νύχτα την θρέφει
Με μήλο και αίμα, ουδείς εμπόρεσε
Να της μιλήσει ει μη μόνον ο θεός
Και αυτή το μόνο που 'χε να του πει
Ήταν η λέξη θέλω, και έκτοτε την
άφησε
να γυρνά λυμένο συντριβάνι στην
κτίση
Σμίγοντας κάθε φορά με την ισχύ
Της θλίψης της όταν κτυπούσε τα
Κλαδιά των δένδρων μανιασμένα
Για να φύγει το κοράκι του χρόνου
Όταν κάποτε νηστική και θολωμένη
Σκότωσε τον κόσμο για να μπορέσει
να ζήσει η ίδια
Άλαλη πλέον
μα πιθανώς σωσμένη
Που ακόμα δεν έγινε βορά στα καλώς
Κτισμένα δευτερόλεπτα ενός λίθινου
μίσους
Που με τη μορφή των πόλεων και των
Κρατών όπως και των σκοτεινιασμένων
ανθρώπων
Εξαπλώθηκε σαν μύχια λαίλαπα ψυχής
Στην αμήχανη παιδική Εδέμ, και έκτοτε
Δεν φαινόταν
πως
θα μπορούσε
Να είναι κάτι περισσότερο από κόσμο·
Ένα ξέσπασμα κραυγής κλεισμένο σε
τέσσερεις τοίχους
χωρίς πόρτα
και παράθυρα πουθενά
Μα και με μήτε έστω και ένα σημείο
Οικίας να φαίνεται στον ορίζοντα
για τους πληθυσμούς των οδοιπόρων
Ει μη το βαρύ πεθαμένο φως
Του πιο σκοτεινού ήλιου μέσα τους
Που τους έκανε να ανανεώνουν την
μάταιη πορεία τους
κάθε λίγο
Για λίγα χιλιόμετρα φθοράς ακόμη
Προτού εγκαταλείψουν