Wednesday, March 4, 2009
IN HOC SIGNO VINCES, IN HOC SIGNO ABIBIS
Η Λίμνη βρισκόταν εκεί πριν από
Την αρχή της Δημιουργίας, πριν
ο χρόνος
φυγαδευθεί
μέσα της
Σαν φωτεινό φίδι στην νύχτα, σαν
Όροφος κτίσματος υψηλού πάνω
σε όροφο,
Σαν αιώνας που διαδέχεται αιώνα
Με γρήγορη ταχύτητα και σαν τα
μαυροντυμένα περιστέρια
από τις χούφτες
των ακίνητων παιδιών,
Απάντησε τότε ο Ντράγκο στον
Πρωτότοκο, ενώ η μεγάλη σάλα
του
ξενοδοχείου
Αργά αργά εβούλιαζε μέσα στο νεκρό
Απογευματινό φως των νικημένων
από την ισχύ της ζωής
θαμώνων
Οι δε συσσωρευμένοι ήχοι των λόγων
Που χαμηλόφωνα εκφέρονταν και
διαμερίζονταν
σε ξέπνοες
προτροπές
Από τα ημίκλειστα πρόσωπα προς
Τις θαμπές φιγούρες που κάθονταν
Έναντί τους, τινάσσονταν αίφνης
Σε νέα και απροσδόκητη οξυτονία
αιχμής
της
πραγματικότητας
Από τους κρότους των ποτηριών και
Των φλυτζανιών του καφέ πάνω στα
τραπέζια,
οι άνθρωποι κάποτε
Σηκώνονταν και έφευγαν από τη
Σάλα και άλλοι εισέρχονταν για να
σβήσουν
με τη σειρά τους
στη θλίψη
Μιας άτονης ομήγυρης ενώ από κοντά
Ο σερβιτόρος προσπαθούσε αμήχανα
Να διορθώσει το λάθος του, ώστε δεν
Παραγγείλατε εσείς, είπε στο Ντράγκο
Και απέσυρε το δίσκο στα έγκατα του
Κτίσματος εκεί όπου χιλιάδες μορφές
Και φωτοσκιάσεις μένανε να γεννηθούν
Από τις χλωμές επιθυμίες των ανθρώπων
των αφημένων
στο ήπιο άλγος
Κάποιου μεσοδιαστήματος ανάμεσα
Σε παρελθόντα θάνατο και επικείμενο,
Και η Λίμνη ήταν σκοτεινή σαν άβυσσος,
Συνέχισε να λέει ο Ντράγκο, τα νερά της
ήταν
παγωμένα
σαν ρίψη ματιού
Στον γκρεμό της Εδέμ, η τόση ανυπαρξία
Κάποιας κίνησης ήτανε φανερό από τότε
Πως θα επέσυρε έναν κόσμο ολόκληρο
Σε αυγή χρωμάτων και περιγραμμάτων
Που ποτέ δεν κατακάθησαν οριστικά σε
Μια μορφή, το πόσο φευγαλέο από την
Όραση θα'τανε τούτο το ξενοδοχείο δεν
Μπόρεσε 'ξ' αρχής ο επίορκος φυγάς του
κόσμου
Να το επικυρώσει, μια καταβύθιση ήταν
Το ζήτημα όλο, μια στιγμιαία ανασάλευση
των
νερών
της Λίμνης
Ο θρίαμβος και η ιαχή του νέου κόσμου
Που τυφλός παραδιδόταν σε τυφλό
Και νεκρός προσποιείτο τον ζωντανό σε
Νεκρό εξ ίσου, ο άνθρωπος που βγήκε
Έτοιμος μέσα από τα νερά και βρέθηκε
Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου εκείνο
το
κλειδί
αναμένοντας
Δεν ήταν παρά το θράσος ενός ονείρου
Όμως αυτός ο άνθρωπος ήσουν εσύ
πρωτότοκε,
Είπε ο Ντράγκο και το μύχιο βλέμμα του
Χάθηκε αίφνης στους νεοεισερχόμενους
που
κοιτούσαν
Τα τραπέζια ανιχνευτικά χωρίς όρεξη
Σπρώχνοντας ελαφρά τις καρέκλες για
Να καθήσουν, όμως παρέμεναν ακόμα
Όρθιοι κοιτώντας προς την είσοδο και
περιμένοντας
χωρίς
φανερή αιτία,
Ντράγκο, είπε τότε ο πρωτότοκος στον
Σωσία του, οι επιστρώσεις του ψεύδους
Πάνω στον πρώιμο κόσμο υπήρξαν
Όχι λίγες, η κυριώτερη είναι μπροστά,
Το μέλλον,
Αυτό είναι, Ντράγκο, που σαν ισχυρός
Και βαρύς μαγνήτης στο άπειρο ελκύει
Τα ρινίσματα κάθε ζωής και τα κολλάει
Πάνω του περιφέροντάς τα σα τρόπαιο
αφανισμού
Στη πιο σκοτεινή νύχτα του ανθρώπου
Το μέλλον! Ντράγκο, είναι ο πιο φρικτός
σωσίας μας
Και μας μοιάζει τόσο ώστε ποτέ δεν το
Αναγνωρίζουμε στην ώρα του, φαντάζει
Μια θλιβερή ιστορία του παρελθόντος
Όταν καλούμαστε να το επωμιστούμε
με
τις
πτέρυγες
Του Κακού πάνω στην μοναχική σκιά μας
Καθώς πλανάται στις στοές του χρόνου και
της λήθης
δίχως έξοδο
ενώ εκείνο δραπετεύει
Σαν φωτιά που ολοένα σβήνει και ταχέως
Συρρικνώνεται σε άκρο ελάχιστο, άκρο
ελπίδας
Ώσπου να γίνει ο αμυδρός καπνός ο που
Σε μια στιγμή πετάει προς τα πάνω σαν
θάνατος
μικρού
πτηνού
Έτσι τελειώνουν τη ψυχή τους οι άνθρωποι
Σε σκιές υποσχεμένες, σε ρίζες σκαμμένες
εξ αρχής
και αδιέξοδες
σε ένα
Οδοιπορικό του Κάιν απαρχής του κόσμου
Που ποτέ δεν έλαμψε τόσο πολύ όσο στο
μέλλον!
και
με ένα
Νεύμα του τέλους που ποτέ δεν έρχεται,
Μα σε μια προοπτική ασάλευτης δόξας
βασίλευσε ήδη κτισμένος
ο μέγας χρόνος
Ντράγκο,
Και σε πανδαιμόνιο μέσα κατέρρευσε νωρίς
Κυνηγώντας ένα είδωλο φωτιάς που δεν
καίει
Ένα ομοίωμα θεού που δεν κυβερνά, και 'να
Χτύπημα στη κλειστή πόρτα του ελέους, μια
φωταυγή
στις χαραμάδες
του Λόγου,
Το μέλλον Ντράγκο! αυτός ο αδίστακτος
Μεταπράτης της θλίψης μας, ο ελεεινός
ταχυδακτυλουργός
της
Γένεσης
Που μας υπνωτίζει από το κέντρο της
Σκηνής του αλλόκοτου θεάτρου οπού
Βρεθήκαμε για τα καλά αποκλεισμένοι
Από τον αμφίβολο θόρυβο μιας ζωής
θρυλούμενης
παρά τη θέλησή μας,
χωρίς καν την παρουσία μας
Και συνεχώς μας δείχνει έναν σωσία
Στη θέση του εαυτού μας, στη θέση
της ζωής
και του
θανάτου μας,
Το μέλλον! Πόρνη πιο ακούραστη και
Απ' αυτό το χρήμα, Ντράγκο, ο δεινός
μύλος
που αλέθει γοργά
όλα τα όνειρα
Και τα αραδιάζει νεκρά λήμματα της
Πραγματικότητας στον πάγκο της
οικουμένης
να φωτοβολούν
ακόμα
Την νοσηρή επιφέροντας επιθυμία
Αρπαγής τους για άλλη μια φορά
για μια νέα
εορταστική θλίψη
για μια
Νίκη τόσο άδεια όσο άδεια είναι τα
Μάτια του πρωινού ανθρώπου που
Γρήγορα γρήγορα φεύγει από το
Σμήνος των επιθυμιών της νύχτας
Για να πάει να προλάβει το δικό του
Μέλλον στην θλιμμένη στάση ενός
παμφάγου
λεωφορείου
που ποτέ δεν καταφθάνει,
Αυτό, το πανίσχυρο τοτέμ στο κέντρο
Της ζωής γύρω από το οποίο με δίχως
μεγάλη πίστη
οι πιστοί
προσεύχονται και αντεύχονται
Καθώς τους καθηλώνει με μια ματιά
Ωσάν μπόρα ξαφνική μέσα στο ίδιο
αρχαίο
παιδικό σκοτάδι
της ανθρωπότητας
Το μέλλον, Ντράγκο, η ασπίδα μας
Ενάντια στο παρόν! μα και το πλέον
βρώμικο άλλοθι
του
παρελθόντος μας
Το που σωριάζεται ήδη στη καρδιά μας
Σαν χυμώδης σταφυλή σε παντέρημο
αμπελώνα
Με αυτό το σημείο θα νικήσεις, Ντράγκο,
Με αυτό και θα πεθάνεις, χαμένος σε
καιρούς
χαμένους
Και φωτεινός σε θλίψη μα πιο φωτεινή
Κι από τον ήλιο που άλλο δεν φωτίζει
απ' το δικό του
αποσιωπημένο
μυστήριο
Με αυτό το σημείο πρόκειται να ζήσεις
Ντράγκο, με αυτό το σημείο δεν έζησες
ποτέ,
Είπε ο πρωτότοκος και βιάστηκε να
Σηκωθεί από τη θέση του να πάει
να φύγει,
Στάσου, του είπε τότε ο σωσίας του,
Και τον κοίταζε για ώρα πολλή δίχως
να μιλάει
Δεν φαινόταν έτσι κι αλλιώς πως
Ένοιωθε την ανάγκη να πει κάτι
ακόμα
Μα ούτε και να σιωπήσει εντελώς
Έμοιαζε μάλλον σαν ο άνθρωπος
που γεννήθηκε
από πάντα
σε μια εκκρεμότητα
Την οποία και φρόντιζε να την
Συντηρεί με κάθε κόστος, ως
σημάδι
Μιας επερχόμενης επανασύνδεσης
Με έναν καλά κρυμμένο από τα
μάτια
των ανθρώπων
ουρανό