Wednesday, March 11, 2009

ΤΟ ΑΜΕΡΙΜΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΩΝ ΣΚΕΨΕΩΝ


Η εξέγερση είναι η πραγματική
Περιουσία της ανθρωπότητας,

Είπε ξαφνικά στο Λάμα ο ναύτης
Της Κρονστάνδης ενώ δίπλα του

Έχασκε με το στόμα ανοιχτό μια
Κατεστραμμένη βιτρίνα, με τα

μισά

εμπορεύματα

Πεταμένα στο δρόμο

Kάποτε πολύ διστακτικά κάποιος
Από το πλήθος πλησίαζε, σήκωνε

Ένα και το φυγάδευε στην ομίχλη
Ενώ ο Λάμα λίγο πιο κει διέλυε

επιμελώς

Μία μαντάλα που αναπαριστούσε
Τον κόσμο με φωτεινές γραμμές

χρωματιστής

άμμου,

Ο,τιδήποτε άλλο βρίσκεται στη
Κατοχή του ανθρώπου είναι μία

αυταπάτη

ένας καλλωπισμός του

σκότους,

Συνέχισε να λέει ο ναύτης, και
Τίποτε περισσότερο, ή ίσως μια

παιδική

ένσταση

Έναντι της απειλής της ζωής, όταν
Η αλήθεια διαβρώνει πισώπλατα

την εποχή

των ανθρώπων

σε μια

Βραδυφλεγή ανακωχή ανάμεσα
Σ'αυτούς και την ισχύουσα έρημο,

την

βασιλεύουσα

Στα ερείπια της αναμονής ενός
Λυτρωτή που δεν έρχεται, μίας

κρίσεως

που δεν τραντάζει

τη γη

Και μιας σάλπιγγας που κανείς δεν
Τολμά να τη φυσήξει σίγουρος για

Αυτά που θα αναγγείλει, είμαστε
Στ' αλήθεια τα πειραματόζωα της

Ιστορίας

όμως

Πουθενά δεν φαίνεται ο ελέγχων
Μηδέ και ο αποκομίσας άλλο τι

Ει μη τη νυχτερινή υπόσχεση της
Αμαξοστοιχίας που φεύγει ξαφνικά

από το σταθμό

Ένα παρατεταμένο σφύριγμα εορτής
Αφήνοντας σε μη εορτάζοντες στην

αποβάθρα,

Κατέληξε ο ναύτης της Κρονστάνδης
Και το βλέμμα του έπεφτε συνεχώς

Στη μαντάλα που διέρεε σαν λειωμένη
Φυλακή στο έδαφος, ενώ ήσυχος ο Λάμα

Αποτελείωνε το έργο της καταστροφής,
Ο κόσμος για μένα δεν υπάρχει πλέον,

είπε,

και

Για του λόγου το αληθές, ιδού η άμμος
Δίχως σχέδιο πλέον παραδίδεται στην

ανθρωπότητα

ασύμμετρη

ασυμμέτοχη

Πρώτη ύλη για το σίγουρο βλέμμα μας
Και ύπνωση του στερεότυπου σύμπαντος

Μα η μαντάλα δεν είναι αναπαράσταση
Είναι ο ίδιος ο κόσμος, αυτόν λοιπόν εγώ

συνέτριψα,

Τι εννοείς; του είπε τότε ο εξεγερμένος
Της Κρονστάνδης, μηδέν έτερον της

αντιπροσωπεύσεως

σε αυτό

που μόλις ρήμαξες

Όχι όμως το πραγματικό, συμπλήρωσε
Και κοιτούσε την ξεθυμασμένη άμμο

Που έδινε την εντύπωση αναρχούμενου
Πλήθους σε μικρογραφία και σε μεγάλη

ταραχή

ευρισκομένου,

Δεν υπάρχει το πραγματικό, του είπε τότε
Ο Λάμα, ο κόσμος δεν είναι πραγματικός

Ο,τιδήποτε αλλάζει δεν μπορεί στ'αλήθεια
Να υφίσταται, αν υπήρχε δεν θα άλλαζε,

Σαν λίκνισμα μιας σκέψης μέσα σε όνειρο
Οι ανθρώπινες σκιές πιστοποιούν μονάχα

μία έλλειψη

αγελαία:

τίποτε στο κόσμο δεν υπάρχει,

Συμπέρανε ο Λάμα και βιάστηκε να ανοίξει
Το παράθυρο σα να περίμενε την έφοδο

μιας

αλήθειας που παραμόνευε

απ' έξω,

Η εξέγερση ωστόσο είναι πραγματική, του
Αντέτεινε τότε ο ναύτης, και με άτσαλες

κινήσεις

εδώ κι εκεί

Συνωθούσε και απωθούσε τους κόκκους
Της άμμου χωρίς λόγο, από μια καθαρά

ανακλαστική

επιθυμία

αναδιατάξεως

Που απoσυντόνιζε ακόμα περισσότερο
Αυτό που ήθελε να επιτάξει σε διάταξη,

Όχι, ούτε αυτή είναι, του είπε τότε ο
Θιβετιανός, είναι μόνον μια αλλαγή

της

άδειας

μάσκας

Και από μέσα μηδεμιά εκείνη η ζώσα
Βασιλεία που θα ονόμαζε το γηραιό

Σύμπαν με το δικό της εγώ ειμί ο ων
Τίποτε περισσότερο από μια διαρροή

παγιδευμένου

ιλίγγου

Στην έτοιμη από παλιά διάλυση του ενός
Ονείρου προς όφελος του άλλου ονείρου

του συμπιεσμένου

σαν

ατμός υπάρξεως

Επί των εμβόλων της μηχανής της ζωής
Που αναδιανέμει τη φρίκη με πειθώ

σιωπηλή

και

αλύγιστη

Κι η εξέγερση, συνέχισε να λέει μην
Κοιτάζοντας τίποτε πλέον γύρω του

βλέποντας

ταυτόχρονα

τα πάντα,

Βίαιη και απαιτητική όσο προεξάρχον
Είναι και το κύμα της θάλασσας που

ανατρέπει

μια βάρκα

αδύναμη

Στο βαθύ πέλαγος του σταματημένου
Από πάντα χρόνου, μια επισυρροή

Χιονιού σε στέγη, και το αμφίβολο
Φτεράκισμα στα παγωμένα ρούχα

ενός

νεκρού

Η ανθρώπινη κατάσταση

Από την οποία ουδείς δείχνει πλέον να
Εγείρεται με μάτια φωτεινότερα της

κατακλίσεώς του

Και όπως ο ονειρευόμενος πιστεύει
Πως ό,τι βλέπει είναι και αληθινό

επειδή

το βιώνει

Έτσι και οι άνθρωποι σχηματίζουν
Μεγάλους κύκλους γύρω από κάθε

συμβάν

Σα να επρόκειτο να τους εφοδιάσει
Με λίγη παραπάνω φλόγα για ζωή

Όμως σαν πέλεκυς που πέφτει βαρύς
Σε ξύλο ο άνθρωπος ξυπνάει από

νύχτα

σε

νύχτα

Την χαραυγή μήποτε τολμώντας να
Αντικρύσει από φόβο μήπως χάσει

το

οικείο του

σκοτάδι

Και σαν κρίμα σιωπηλό κι ερχόμενο
Μέσα 'πό αιώνες ανεπίγνωστους ο

κάματος

του κόσμου

Θα τον σκεπάσει και μηδέποτε θα
Τον αφήσει πλέον να χαίρεται μια

διαδρομή

αμφίβολης

ελευθερίας

Σ'ένα όνειρο παγιδευμένο εξ αρχής
Με εκρηκτικά βαλμένα από δόλο

θεϊκό,

Δεν είμαστε μόνον

Όμηροι των κρατών, είπε τότε στον
Εξεγερμένο της Κρονστάνδης ο Λάμα,

Και αυτά

Δεν είναι τίποτε άλλο παρά αφορμές
Για να μας ελέγχει ένα μυστήριο τόσο

παιδικό

κάθε φορά

όσο

Βαρύς συρμός σε παλαιοπωλείο ύλης
Γίνεται η πλάση και η έκταση των

ανθρώπων

σε θεατρικά βασίλεια

Και σαν παιδιά στο δάσος χαμένα
Σαν μαθητές σε σχολείο την πρώτη

μέρα

των μαθημάτων

Ενα πρωί δεν θα ξυπνήσουμε εδώ
Μα στην αλήθεια, όμως ο κόσμος

δεν θα υπάρχει

τότε

Και όνειρο ονείρων άνθρωπο ποτέ
Ξανά δεν θα συνθλίψει μέσα στην

υπόσχεσή του

Και μάσκα σε μάσκα δεν πρόκειται
Ξανά να επιθέσει ο σκιώδης άρχων

της

οπτασίας

μέσα στην οποία ζούμε

Αδιάκοπα και επιμελώς σα να μην
Υπήρξε το διάλειμμα της ζωής θα

συνεχίσουμε

να μετακομίζουμε

την αιωνότητα

Από τον έναν χρόνο στο άλλον
Σε νέα ξέφωτα δημιουργίας

και

καταστροφής,

Είπε ο Λάμα και προς μεγάλη
Έκπληξη του ναύτη, σήκωσε

μια

πέτρα

Και την έρριξε σε παρακείμενη
Βιτρίνα κατασπάζοντάς την, ο

δε

ήχος

της κρούσης

Ελέχθη και από τους δυο πως
Ακούστηκε μονάχα μέσα στο

φωταγωγημένο

για τη περίσταση

Μυαλό τους