Monday, March 16, 2009

FORCE MAJEURE


"Mr. Paul Morphy has definitely settled to visit England and attend the meeting of the British Association at Birmingham."


Howard Staunton, The Illustrated London News,
June 19, 1858



Στάντον, η δύναμη είναι σαν τη
Σκαμμένη νύχτα στα μηνίγγια

του

ανθρώπου

Τόσο τυφλή και σίγουρη ώστε
Δεν χρειάζεται καν λόγο για να

εκδηλωθεί

Στην ημερήσια κατατονία του
Βυθισμένου φωτός, απότομα

Φουσκώνει σαν ακροθαλασσιά
Στο στήθος του σκακιστή ή του

ποιητή

Και υφαρπάζει την νομιμότητα
Του αίματος, είναι οξεία θλάση

του

χρόνου

Με το παρελθόν από τη μια να
Έχει αφανιστεί και το μέλλον

Από την άλλη, κάποτε ισχυρό
Στην προσδοκία, να κρέμεται

Ψελλίζοντας από την βαρειά
Κουπαστή του παρόντος, του

μοναδικού

βασιλέα

του νου,

Έλεγε ο Μόρφυ στον Στάντον
Ένα αδρό μεσημέρι μπροστά

στην

έτοιμη

σκακιέρα

Του υποστατικού του Στρέτχαμ
Ενώ ο μπάτλερ ξενιζόταν κάπως

από

Την ασυνήθιστη προφορά του
Μόρφυ, φρόντιζε ωστόσο να

εκτελεί

κατά προσέγγιση

τα παραγγέλματά του,

Η δύναμη καταργεί τον χρόνο
Στάντον, συνέχιζε να λέει ο

επισκέπτης,

όπως

η

Μεγάλη φυγή των αιώνων που
Άξαφνα εγείρονται στο νεκρό

τοπίο

του

ηλίου

Και καταβάφουν κόκκινη με
Αίμα γενεών λελυμένων την

αυγή

για

Ακόμη μια φορά, και σαν τον
Σεισμό που αμφισβητεί την

Σταθερότητα της γης και ρηγνύει
Απότομα τις δοκούς ανύποπτης

οικίας

Με ολόφωτο πάταγο στο έδαφος,
Εμφανίζεται ξανά το στέμμα του

ανθρώπου

ενώπιον

του θεού

Και ουδείς δύναται πλέον να του
Το αφαιρέσει μηδέ και ο ίδιος

Και καμμία ζωή δεν στέφεται με
Ζωή χωρίς την λάμψη αυτού του

στέμματος

Μα είναι ο μοναχικός βρυχηθμός
Στο παντέρημο σκοτάδι όπου και

λύεται

η δύναμη

επί του κόσμου,

Στάντον,

Και η ίδια είναι ο μόνος λόγος
Για τον εαυτό της και ουδέν

άλλο

Η ίδια μόνο σκοπεύεται από
Τον εαυτό της και όχι εκείνο

Που βρίσκεται έναντί της, είναι
Μια βροχή που δεν τελειώνει

ποτέ

Και πέφτει μόνο στη θάλασσα,
Η δύναμη, Στάντον, πρόσεξε

Την διάταξη των πεσσών στη
Σκακιέρα πριν από τον αγώνα

Και δες την μετά από δεκαπέντε
Κινήσεις, φαντάζουν πλέον τα

κομμάτια

Σαν μονάδες

Πεπυκνωμένου νου σε λειτουργία
Καθαρπαγής όχι του αντιπάλου

αλλά

της δικής μας

ισχύος στην ύπαρξη,

Παίζουμε εναντίον του εαυτού μας
Πάντα, όπως ο ποιητής που αρδεύει

μονάχα

Τα δικά του κοιτάσματα ρίγους
Και αναδιανέμει τον ήδη βιωμένο

Χρόνο στους ανθρώπους ως εάν
Μην είχε βιωθεί πρωτύτερα από

κανέναν

Και είναι

αυτός που

Γράφει τους στίχους του υπέρ τον
Εαυτόν και όχι σε ισοπαλία μαζί του

Μα το

κυριώτερο,

Στάντον,

Ομιλούμε από τη δίνη αυτής της
Μεσόκοπης εποχής μόνον προς

εμάς

τους

ίδιους

Σαν τηλεβόες σε έρημη αγορά
Και σαν πέταγμα των άλμπατρος

πάνω από

την άδεια θάλασσα

των ματιών του θεού,

Είπε ο Μόρφυ ενώ ο Μπαρνς
Δίπλα του κοίταζε με ανησυχία

Την ανέγγιχτη σκακιέρα, ας
Ξεκινήσετε, είπε καθώς ρύθμιζε

τα ρολόγια,

Και το ε4 του Μόρφυ φάνηκε
Για μια στιγμή σαν η έξοδος

του

ηλιακού

δίσκου

Από βαριά σύννεφα στον ορίζοντα
Που τον καλύπταν, αλλάζοντας τη

σκιά

σε

ημέρα

Σε μια στιγμή

Μετά από είκοσι λεπτά ο Στάντον
Εγκατέλειπε, δεν πρόκειται εγώ

Να συνεχίσω άλλο, είπε ,και τράβηξε
Προς τη βιβλιοθήκη του σύροντας

έξω απ' αυτήν

μια Τρικυμία,

Έχω την εντύπωση, δήλωσε μετά
Από μια σιωπή που διήρκεσε περί

τους

δύο αιώνες

σε αστραπή δευτερολέπτου

Πως ο Πρόσπερος διέφυγε από
Τις σελίδες του Σαίξπηρ και ιδού

βρίσκεται

ενώπιόν μου,

Ο Μόρφυ δεν του απάντησε, ενώ
Κοιτάζοντας απλά το ρολόι του

Φαινόταν σα να ήθελε να βγεί από
Το υποστατικό χωρίς να κουνηθεί

από τη θέση του,

Ώρα να γεννηθώ και να πεθάνω,
Είπε, ουδείς θα λάβει γνώση του

γεγονότος

ει μη

η δύναμή μου,

Και ανασηκώνοντας λίγο τη φωτιά
Από το στέρνο του γύρισε προς την

σκακιέρα

και πρόσεξε

Τον έναν μαύρο αξιωματικό του
Στάντον που φάνταζε σαν να

περπατούσε

σχεδόν

στο χείλος της

Κοίταξε ξανά τον οικοδεσπότη
Και του φάνηκε για μια στιγμή

πως

και ο

ίδιος

Περπατούσε αχνά στο χείλος του
Μονάκριβου εαυτού του, σχεδόν

τρέμοντας,

Στάντον, κανένα νόημα δεν έχει
Να ασχολείσαι με κάτι αν δεν

μπορείς

Να είσαι ο πρώτος σε αυτό, του είπε,
Κι εσύ γεννήθηκες για να'σαι από

τους πρώτους

Και δεν σου πρέπουνε λόγια φυγής
Αυτός που 'ναι σοφός γνωρίζει καλώς

Πως η ιδιοφυία διαφέρει από την
Συνήθεια σε τούτο ακριβώς, όσο

Το δέντρο που καίγεται από την ίδια
Τη φλόγα και το αρπάζει συθέμελα

Όμως

Ο άνθρωπος της δύναμης δεν είναι
Η φλόγα αλλά το δένδρο που μία

νύχτα

άπαξ

κατακάηκε

Και εκτότε δεν είναι άλλο από το
Φυσικό σύνορο του κόσμου στην

αποκαθήλωσή του

Ο κόσμος όλος, Στάντον, μπορεί
Να παρέλθει, όμως ο νους ποτέ,

είπε,

ποτέ ο νους,

επανέλαβε,

Και όπως ο άνεμος γοργά χτενίζει
Τα σιταροχώραφα του τρόμου

Και τ' αναπλάθει σε χρυσαφένια
Κύματα που κατακυριεύουν την

Οπτική επικράτεια σε χρόνο τόσο
Ελάχιστο όσο χρειάζεται για να

Πει κάποιος ελήλυθα, ελήλυθα,
Στάντον, όμως μόνος μου φεύγω

Και μόνος μου

Ποτέ δεν θα ξαναγυρίσω, αλλά
Μαζί με ένα ολόκληρο θέρος

αληθείας

εν τω μέσω

του ανθρωπίνου χειμώνος

Ακόμη και ο θάνατος, Στάντον,
Δεν μπορεί να προσβάλλει ένα

Τείχος από καθαρό νου, μηδέ
Και την υστάτη αξιοπρέπεια

της

θλίψης

Του μοναχικού διαβάτη που
Βλέπει από τη μια του δρόμου

το πλήθος

και από την άλλη

το δικό του σκοτεινό κλέος

Και δεν κοντοστέκεται ούτε
Για μια στιγμή, σαν φύσημα

καταιγίδας

φεύγει ταχέως

Και για πάντα χάνεται από
Τον ορίζοντα εκείνων των

ανθρώπων

Που ακόμα να καταλάβουν
Πως ένας μέσα σε πλήθος

Είναι κάτι λιγότερο από τον
Εαυτό του, η δύναμη όμως

Σε πλήθος δεν καλλιεργείται
Παρά μόνον στην ανεπίσημη

κρυψώνα

του παραδείσου

- ο ανθρώπινος νους,

Κατέληξε ο Μόρφυ καλώντας
Τον μπάτλερ να του φέρει τα

πράγματά του

για να φύγει

Ενώ ο Στάντον λίγο πιο κει
Έσπρωχνε ξανά προς τα μέσα

Τον μαύρο αξιωματικό του
Που κινδύνευε να πέσει έξω

από τη σκακιέρα