Wednesday, July 30, 2008

ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Η εσκεμμένη παιδικότητα του μύθου
Και ο φυγόθυμος καύσων της λογικής,

ελθέ ουρανέ

και ξαναφύγε,

έλεγε ο παράπλευρος ζητιάνος

Καθώς παραπατούσε στις εισόδους
Των πολυκατοικιών, κάποτε χτυπούσε

τα κουδούνια,

Μην ανοίγετε ,

Τους έλεγε μες απ' το θυροτηλέφωνο,
Μπορεί μονάχα με τη πίεση του δείκτη

σ' αυτή τη συσκευή της ομιλίας

να ρίξετε τον κόσμο κατά λάθος

κάτω

Μπορεί ακόμη και να μην τον ρίξετε
Πράγμα που θα είναι ασφαλώς

χειρότερο

Όπως και να΄χει

Βλέπω μοναχά μία μακέτα κόσμου
Να συμπεριφέρεται σαν κόσμος,

Έλεγε και μια κινούσε για να φύγει
Αλλά το μετάνοιωνε αμέσως και ξανά

κτυπούσε

τα κουδούνια

Που 'χαν γίνει επωμίδες του νόστου
Στην έρημη θύρα που φωταγωγείτο

απ' την καταληκτική υπνοφρένεια

του άστεως,

Αλήθεια, σας το λέω, δεν θυμάμαι
Που 'θελα να πάω, μάλλον είμαι

ο έκθετος της εποχής μου,

συμπλήρωνε,

Σε λένε Έκχαρτ, είσαι ο γιος του
Ανθοπώλη, λέγανε εκατομμύρια

λιγνόβραχνες φωνές από τα

μικροσκοπικά μεγάφωνα,

Το αριστερό σου μάτι είναι κουλό
Και το δεξί σου χέρι τυφλό,Έκχαρτ,

Κάτσε να σ' ανοίξουμε να μπεις να
Σου παράσχουμε πρώτες βοήθειες,

Του λέγανε και σωρηδόν κατέπιπταν
Οι ήχοι της διανοίξεως στη σαστισμένη

σκιά του ζητιάνου

Όμως εκείνος αλυχτούσε όλη νύχτα
Μια πήγαινε να τον σκοτώσει ο τοίχος

που ποτέ δεν έβλεπε

μπροστά του

και μια τα διερχόμενα ανθρώπινα κενά

Γυρνούσε τότε και κοιτούσε ανήσυχα
Τη στένωση του δρόμου, μόλις και

χωράει ένα αυτοκίνητο,

διεπίστωνε,

και περπατούσε στη μέση του μυαλού του

Κορνάροντάς του τα ροχαλητά
Από τους πάνω ορόφους

και κάποια σινδόνη απλωμένη

που πέφτοντας από ψηλά τον τύλιξε

ωσάν απαγωγή από τον ουρανό