Friday, July 18, 2008

ΟΡΥΜΑΓΔΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ


Πάλι τα δίχτυα μας δεν φέραν κάτι
Στο φως, λέγαν οι εκτοπισμένοι απ'

τις κατοικημένες περιοχές

των ανθρώπων

ψαράδες

Καταμεσής του ρημαγμένου πελάγους
Σπάνια πια περνούσαν μεγάλα πλοία

από εκεί,

Και τώρα τι θα φάει το πλήθος στην
Έρημο, πόσα ψωμιά και πόσοι ιχθύες

δεν πρόκειται

να πολλαπλασιαστούν,

Και συνέχιζαν να ρίχνουν τα δίχτυα
Ελπίζοντας σε μια ξαφνική ανάνηψη

των νερών

Κάποτε σηκώναν φύκια, δεν τα διώχναν,
Καθήστε εδώ, τους λέγαν, μα καθήστε,

Σίγουρα θα βρείτε τόπο ν'απλωθείτε
Καταλλήλως, να βγείτε στο λιμάνι

να συρθείτε μέχρι

την ηλιοφάνεια των ανθρώπων

και να γίνετε

Οι λωρίδες του θανάτου τους, λέγαν
Με παράξενη παιδική εκδικητικότητα,

Ενώ τα ψάρια είχαν αρχίσει να πηδάνε
Έξω απ' το νερό προσπαθώντας να

μιλήσουν,

Σας ακούμε σας ακούμε, λέγαν οι ψαράδες
Και συνέχιζαν να στήνουν τα φύκια τους

σα νεκρά φίδια

που δεν θα ταξίδευαν ποτέ,

σας ακούμε, ξαναλέγαν,

Και ολοένα τα ψάρια σκάγανε με γδούπο
Πάνω στις βάρκες σαν κάποιος να 'κανε

άνω κάτω τη θάλασσα

ψάχνοντας να βρει

ένα ακόμα νεκρό φύκι

Που δεν ταξίδεψε ποτέ

Σα να προσπαθούσε εν τέλει
Να αποδυναμώσει με τρόπο

μάλλον ωμό

Την βιαστική επιφάνεια της φύσης
Καθώς σε κάλλιστο κέλυφος περιέκλειε

πάντοτε

χωρίς παρέκκλιση

Την φρικτή τυχαιότητα των όντων
Σαν κόσμημα ανομολόγητο

περόνη ωστόσο σίγουρη στα μάτια