Wednesday, April 16, 2008

Η ΦΥΛΑΚΗ


Πότε οδηγήσανε τον Αγαμέμνονα στη φυλακή
Κανείς δεν θυμάται, οι άνθρωποι του νόμου

Τον έσυραν ημιθανή μπροστά στο κελλί
Άνοιξαν την πόρτα και τον έσπρωξαν μέσα

Εντός του ελαχίστου χώρου μαίνετο το σύμπαν
Καθώς και οι αιώνιες νύχτες των γαλαξιών,

Ήταν εκεί ακόμα η υδρόγειος σφαίρα με τις
Εύσημες απέραντες εκτάσεις της, οι πόλεις

Και οι άνθρωποι των σε πόθο ακατάσχετο ζωής
Οι συχνά παρατηρούμενοι θάνατοι ουδόλως

τους αποθάρρυναν

Εκ της πρωίας εκκινούντο ταχέως να λάβουν
Θέση στο κόσμο, παρατηρούσαν και άρπαζαν

σάρκα και πίστη

Όχι μακριά βρισκόταν και το ιερόν πτολίεθρον
Του Ιλίου, σε ανοικοδόμηση μεταπολεμική

Με επιχορηγήσεις δολλαρίων επί δολλαρίων
Η ισοτιμία του χρυσού με το νόμισμα γι'αυτό

Αναπροσαρμόσθηκε με πιο ελαστικά κριτήρια
Οι επενδύσεις όπως βέβαια και η σύνολη

ανάπτυξη

Είχανε κάνει αγνώριστη τη γη, οι άνθρωποι πια
Δεν βλέπαν όνειρα αλλά τα πραγματοποιούσαν

Η αξία τους ήταν εφθηνή μπορούσε κάλλιστα
Κάποιος ν' αγοράσει όσα ήθελε και να τα

μεταπωλήσει ακόμα

Η πλάνη ήταν γενικευμένη, ουδείς μπορούσε
Να λογίζει πια με αξίες αλλά με απαξίες

Μέσα στο κελλί ευρίσκοντο και οι Μυκήνες
Όπως επίσης και η Κλυταιμνήστρα και τ'

ανάκτορα

Πότε έγινε βασιλεύς εντός της απομόνωσης
Δεν το θυμόταν, ο Αγαμέμνων σαφώς

Δεν ήταν άνθρωπος της εποχής του, φάνταζε
Ωσάν να είχε εμφανισθεί απότομα στη γη

Ευθύνετο μάλιστα για τη καταστροφή της Τροίας
Ο ίδιος παινευότανε γι'αυτό, άνοιξα τα παράθυρα,

έλεγε,

Να μπει λίγος αέρας,τίποτε λιγότερο τίποτε
Περισσότερο, και όντως το βρώμικο κελλί του

Ανά διαστήματα αναταράσσετο εξ ανέμων
Γινότανε τότε καράβι στο πέλαγος με τα πανιά

σχισμένα

Και με τα νερά της θάλασσας να μην υπάρχουν
Ήδη έχοντας μετατραπεί σε κινούμενη άμμο

Εντός της οποίας περιεστρέφοντο οι άνθρωποι
Και οι σκιές των με μία μάσκα μόνον να συνδέει

Τους μεν με τις δε, η μάσκα κρεμόταν χαλαρά
Από τον εξώστη του παραδείσου στην αυλή

της κόλασης

Η δε μοναξιά της ήταν απειράριθμος, την έφεραν
Όλοι οι κάτοικοι της γης όπως τα κτήνη και τα

ερπετά

Αυτή τη μάσκα εντόπισε ο Αγαμέμνων στο κελλί
Να αιωρείται σ' ένα τρέχον κατάστημα ενδύσεων

Την φόρεσε αμέσως και έσπευσε να γεννηθεί
Εκ μητρός γυναικός σε σάρκα ιστιοφόρο ενώ

Εκεί στην σάλα της πρώτης αυγής του κόσμου
Από παλιά στο ίδιο πάντα σκοτάδι της αρχέγονης

δημιουργίας

Κάποιος ξεφύλλιζε σιωπηλά ένα περιοδικό μόδας