Saturday, April 19, 2008

Η ΛΗΨΗ


Ευρίσκονταν όλοι σε κατάσταση ανάδυσης
Τούτο φαινόταν απο τις κλειστές πόρτες των


καταστημάτων


Και από τις ερημωμένες οικίες, και άλλος
Δεν υπήρχε κανείς στους δρόμους ει μη ο


ποιητής


Σε περιπολία ανεπίσημη και μη εγκεκριμένη

Σε εκστατική περισυλλογή των παρατημένων


υπολοίπων

των ανθρώπων στο χρόνο

Τα είχαν αφήσει έκθετα σαν μπάζα άχρηστα

Στις απόμερες γωνιές της εποχής των σχεδόν


όλοι


Ούτε οι σκύλοι δεν τα πλησιάζαν, κείτονταν
Απορριμμένα και απορημένα, την μη διαλογή


από τους ενδιαφερόμενους

Αντέχοντας, σαν ύφαλοι του πραγματικού

Όπου σωριάζονταν με τρόπο μυστικό

Τα ανθρώπινα πλοία


Και κατασυνετρίβοντο τα ίδια τα ερείπιά των

Διασαλευόμενα και αποσχιζόμενα εκ του


θρύλου της ζωής
·


Μπορούμε,


Λέγαν οι άνθρωποι,

Να κάνουμε χωρίς τα περιττά, ότι αυτά

Μας αποφέρουν βάρος πρόσθετο και


Ήδη έχουμε πολύ, έτσι τουλάχιστον

Συνηθίσαμε να λέγουμε, χωρίς όμως


Να γνωρίζουμε τι μας πιέζει προς τα κάτω

Ακριβώς
·
εξ αυτής της ελλείψεως νοιώθουμε

Μόνον την βαρύτητα όχι ωστόσο τα βαρέα
Όπως και να'χει αυτά 'ς τ'αφήσουμε τώρα

ας τ'αφήσουμε τώρα αυτά,


Επανέλαβαν με αβέβαιη σιγουριά ίσως και με
Μια διάθεση ότι η προχειρότης της απόφασης


Θα ήταν παιγνιωδώς σωτήρια έναντι της σπουδής
Και της περίσκεψης, ας τ'αφήσουμε τώρα αυτά,


λέγαν ξανά άγνωστο σε ποιον


Ο ποιητής ωστόσο γυρνώντας στους δρόμους
Ποτέ δεν μάζευε τα πτώματα των ανθρώπων


από κάτω

Μονάχα εκείνα τα φονικά υπόλοιπα- όλα


τα αδιαίρετα υπόλοιπα του παρελθόντος των