Monday, January 14, 2008

TOTEMICUS


Μα περάστε να σερβιριστείτε, είπε
Ο Τελετάρχης με τα άδεια μανίκια,

Δεν περιμένουμε κανέναν άλλον
Είμαστε απόντες όλοι εδώ, έτερος

Δεν πρόκειται να μην έλθει και κανείς
Να μην τον υποδεχθεί, και αμέσως

Έκανε νόημα να περάσουν στην σάλα
Οι μπουφέδες ήταν γκρεμισμένοι σαν

Σε βρυόφυτα που κάλυπταν ερειπωμένο
Κάστρο επί αιώνες, το πιάνο ήτανε σχεδόν

Στο γκρεμό από κάτω το χτυπούσαν με
Τις βέργες οι ελαιοσυλλέκτες και ακόμη

Τα παράθυρα οι μπαλκονόπορτες ήταν
Κλειστά στο κοινό για κάποιες ώρες

Ενώ στο σπίτι υπήρχε ένα οπωροπωλείο
Και ένας κινηματογράφος, ήταν ανοιχτό

Μόνο το πρώτο χωρίς τούτο να σημαίνει
Πως ο δεύτερος ήταν κλειστός, Τζέησον,

Είπε η μανάβισσα με τ' αστραφτερά δόντια
Και τους καπνούς να βγαίνουν απ'τα μάτια,

Δεν έχουμε μόνο μια ψυχή εγώ προσωπικά
Έχω τριάντα, και του τις παρουσίασε σαν

Σε ανεμόμυλο επάνω να μοιράζουν στους
Αγαθούς χωρικούς μαύρες τουλίπες του

όρκου,

Υπάρχει κάτι το πολύ κακό εδώ, Τζέησον,
Του εξηγούσε ενώ εκείνος κούρδιζε ξανά το

κλειδοκύμβαλο,

Αν δεν μπορείς ευθέως να το δεις για τούτο
Ευθύνομαι εγώ βεβαίως, η ζωή σου πια

Θα είν' ένα πανί λευκό στην άκρη του ματιού
Που θα το ζωγραφίζουνε οι ώρες και τα χρόνια

Ενώ από δίπλα σου θα υψώνονται τα νερά
Της νοσταλγίας καθαρά και πράσινα σαν

Εσταυρωμένο χαμόγελο του ντελλα Φραντσέσκα
Εσύ όμως Τζέησον θα είσαι ένα τοτέμ κοινωνικό

Κάποτε θα φαντάζεις στους ανθρώπους φάντασμα
Και άλλοτε μια προτομή που ψάχνει περίπτερο

στη νύχτα

Να πάει ν' αγοράσει τσιγάρα, Τζέησον τα πάντα
Ήταν από την αρχή ο τρόμος, εσύ ήσουν παιδί

Όταν σχηματίστηκαν τα πρώτα ράφια στην
Έπαυλη του θεού, δεν έβλεπες τίποτα, έκτοτε

Μαζεύτηκαν πολλά ακατονόμαστα βιβλία
Λένε όλα βέβαια το ίδιο πράγμα ακριβώς

ουκέτι

Και είναι τώρα δα αυτός ο χώρος, υπάρχουν
Από πάντοτε σχεδόν στο οπωροπωλείο μου

Οι καρποί του γέλωτος και οι καρποί του μίσους

Το δέντρο τους είναι κοινό μα τα άστρα τους
Είναι αλλού τα μεν κοιτάνε στο ύψωμα με τις

Σπασμένες ρόδες ποδηλάτου απ'όταν ήσουν
Παιδί και τα δε κοιτάνε στον πυροβολισμό

του αφέτη

Σε στάδιο όπου καταμεσής ομίχλης βρίσκονται
Μόνον ένας δρομέας και ένας θεατής κι άλλος

κανείς

Κι εσύ αύριο θα φορέσεις τα βατραχοπέδιλά σου
Και θα πας στο αμφιθέατρο να εξηγήσεις πώς

Ο Γκιλγκαμές σκότωσε τον Χουμπάμπα, Τζέησον,
Επειδή τον έκλεψε στο πόκερ για δέκα χιλιάδες

αυτοκρατορίες

Και οι άνθρωποι θα αγαπάνε πάντα τη ζωή
Με τόσο βλακώδη τρόπο και η ζωή βεβαίως

θα τους αγαπάει και αυτή

μα με αρρωστημένο τρόπο,

Τζέησον

Και κανείς δεν θα καπνίζει στο διάδρομο
Κανείς δεν θα σηκώσει τον πνιγμένο από

τα μάρμαρα

και

Σαν φωτιά στη πλώρη χτυπημένου πλοίου
Σαν εκθρονισμένο τριαντάφυλλο στο αίμα

Η ζωή

Άλλο κόσμο ποτέ ξανά δεν θα γεννήσει

Τζέησον