Thursday, January 17, 2008

Η ΑΜΗΧΑΝIA


Δώστε μας τους τίτλους, φωνάζαν
Έντρομοι οι συγκεντρωθέντες στη

βάρκα εν τω μέσω του

ωκεανού

Ενώ κάποιος από αριστερά προσπαθούσε
Να την βουλιάξει και άλλος από δεξιά

να την κρατήσει,

Και οι δυο περπατώντας πάνω στα νερά,

Όσους μπορείτε περισσότερους να δώσετε,
Συνέχιζαν να δηλώνουν οι συγκεντρωθέντες

Σοβαρά ταλαντευόμενοι πλέον,

Και άλλους κι άλλους, ότι τα πολλά ποτέ
Δεν είναι εν και εν τα πολλά ομοίως δεν είναι

Δώστε μας δώστε μας, τονίζαν συνεχώς,
Ότι το βιογραφικό ετούτο δεν χορταίνει

ποτέ

Δεν είναι σίγουρο ότι τα όσα αλλόκοτα
Γράφει είμαστε εμείς, ωστόσο τα όσα

ακόμα

Δεν γράφει σίγουρα δεν είμαστε
Και αυτό είναι ακόμα πιο αλλόκοτο

Η πρόσθεση πότε θα σταματήσει
Ακόμα δεν το γνωρίζουμε

Και όταν η ζωή μας θα φαντάζει
Πως δεν θα 'χει άλλα περιθώρια

Το χαρτί ετούτο θα 'χει

Πάντα θα 'χει

-ακόμη και ο θάνατος δεν θα μας χωρίσει-

Έτσι κι αλλιώς από τη γέννησή μας
Φαίνεται να μας ακολουθεί, άλλωστε

αν προσέξετε

με την χρονολογία αυτής

εκκινείται

Βέβαια γνωρίζαμε 'ξ αρχής καλώς
Πως ο κόσμος τούτος δεν υπάρχει

Αν υπάρχει κάτι τότε είναι μόνο
Ένα δωμάτιο και πλήθη τέτοιων

χαρτιών -καμμένων χαρτιών-

εντός αυτού και γύρω τους

το καπνισμένο έρεβος

Και είναι αλήθεια πως ο θερίζων
Δεν εφάνη ακόμα ανά τους αιώνες

Και αν και η λάμπα μέσα στο δωμάτιο
Καίγεται συχνά

Κάποιος έρχεται και την αλλάζει τακτικά
Χωρίς να φαίνεται ούτε για μια στιγμή

Η λάμψη πάντως

Καθώς αναβοσβήνει γρήγορα

είναι αρκετά ορατή

Και το σινιάλο αυτό
Ακόμα δεν νοούμε


δεν φαίνεται πως θα νοήσουμε ποτέ


τι θέλει να μας πει

ακριβώς