Saturday, January 19, 2008

ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ


Και είχανε φθάσει πλέον στο σημείο
Απ' όπου βλέπαν καθαρά πως η φύση

ήταν παγίδα

πεθαίνοντας η ίδια

αποκαλύπτετο

Καθώς ο χώρος από παντού επιχωρούσε
Σε ένα τραγικό καταρράκωμα ολισθαίνον

σε άδειο ρούχο

Οι τοίχοι των κτιρίων ήταν λιωμένο κερί
Και οι δρόμοι διέρρεαν τη μορφή τους

καταλήγοντας

σε ρηχά ποτάμια

Οι δε άνθρωποι του κόσμου καθίστατο
Σαφές ότι δεν ήταν άλλο τι από κωμικές

μάσκες

πηλού

Σε ματαία εκλιπαρούσα θήρα ιστορίας
Ουδείς όμως προσεφέρετο οικειοθελώς

ως το πεδίο του άλλου

Εξ αυτής της μακάβριας ασυμφωνίας ο βίος
Προ πολλού καθόλου εύκολος δεν θεωρείτο

Και της νυν πεπτωκυίας θέας των κρημνών
Κυριαρχούσε η ψευδαίσθηση επιβολής

Και η επισφαλής τρομώδης λάμψη, ενώ
Ο ουρανός είχε γίνει πλέον μια χαμηλή

οροφή

Με βραχώδη εξογκώματα να στέλνουν
Παντού ακτίνες θανάτου και χλεύης

Και εν τω μέσω της προχωρημένης νυκτός
Οι αποσπασθέντες από το σύνολο των

ανθρώπων

Συνάντησαν την ημέρα, ήταν εκεί με φως
Διαυγές και ατάραχο δεν φαινόταν να

τους καλεί

Η περιρρέουσα νύχτα δεν ήταν παρά
Ένα γηραιό κέλυφος σε αναχώρηση

Με την αυγή μέσα της σαν μάργαρο
Κλεισμένο σε στρείδι θαλάσσης

Οι δε συνάφειες της απτότητος και του χώρου
Είχανε απωλεσθεί προς όφελος μίας μόνον

αίσθησης

Η οποία καίτοι οπτική ήταν ωστόσο

σκέψη

Ενώ στις ακάλυπτες εκτάσεις του κόσμου
Σωρεύθηκαν άχρηστοι και πλέον ανενεργείς

οι μύλοι

Με σφαλιστά μάτια νενεκρωμένων αρχόντων

στους έλικές τους

Μια πνέουσα χορωδία ακουγόταν
Και λέγαν πως ένας ζητιάνος ήθελε

να τους μιλήσει

Οι πόρτες ήταν ανοιχτές και μέσα
Σ' όλα τα δώματα έλαμπε μονάχα

το άγριο σώμα του

εν ωχρώ αινίγματι

Καλά κρυμμένος σε όλη την ταραχή
Της προελάσεως αιώνων άσκοπης

καταμέτρησης ύλης

Δεν ήταν σαφές αν μόλις είχε έρθει
Ή μόλις ετοιμαζόταν να φύγει

Μαζί με τον κόσμο

Αυτός δεν κατέρρεε