Tuesday, January 22, 2008

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΟ


Οι εποχές αλλάζανε γρήγορα
Οι Μυκήνες εκσυγχρονίζονταν

Και οι Μυκηναίοι θεωρούσανε
Ωσάν απίστευτες κατακτήσεις

Κάτι μάλλον αστείες εφευρέσεις
Όπως ας πούμε ο έναστρος ουρανός

Ο Αγαμέμνων βαριόταν αφόρητα
Βολόδερνε σαν τη δίκαιη κατάρα

Από καφέ σε καφέ και από σκέψη
Σε σκέψη χωρίς συγκεκριμένο σκοπό,

Όσο πιο ρηχή είναι μια εποχή άλλο
Τόσο φαντάζουν οι άνθρωποί της

Με ένα επίπλαστο στοχαστικό βάθος
Έχουν γνώμη έχουν άποψη, έλεγε,

Τέλος τέλος και μια βεβαιότητα τρομερή
Όταν αναπόφευκτα έρχονται ενώπιον

Των αντιφάσεών τους ότι είναι αλεξίγνωμοι
Ένεκα μιας κάποιας ταύτισής τους με το

Παροδικό, το που στα μάτια τους φαντάζει
Εγκατεστημένο ουρανόθεν,

Έσκουξαν τότε οι βροντές από ψηλά
Οι Μυκηναίοι άρχισαν να τρέχουν

Σαν παλαβοί για να προστατευθούν
Απ'την ισχυροτάτη μπόρα των θεών

Μονάχα ο Αγαμέμνων στεκόταν
Ακίνητος στη μέση της πλατείας

Να βρέχεται

Ο διπλανός του σκύλος και αυτός
Ακίνητος μες στη νεροποντή

Δεν φάνηκε να τον κοιτάζει

Γύριζε τη μουσούδα του αλλού