Thursday, December 6, 2007

JAN BOCKELSON VAN LEIDEN


Ο άνθρωπος που προχωρούσε πλάγια
Στον κόσμο και με τη σαύρα να του

κατατρώει το κεφάλι

μίλησε κάποια στιγμή

στο χώμα

Ζητώντας του να εκβάλλει απ' τo γκρεμό
Κάθε νεκρό, θέλω να τους δω όλους, είπε,

προσωπικά έναν έναν

Να τους ρωτήσω πόσες φορές ξεχάστηκαν
Ενόσω ζούσαν και πεθαίναν δεν μπορεί

Η τόση άφεση στην άνομη εξουσία
Θα μπορούσε να είναι δικαιολογημένη

μόνο εφ'όσον

Ενδιαφέρονταν για το νερό αλλά όχι
Για τον ποταμό και την θάλασσα

Όμως δες τους καθίσταται αδύνατον
Να δουν ποιοι είναι χωρίς ένα

καθρέπτη

Αδύνατον πολύ να χειριστούν αυτόν τον
Ίδιον τον κόσμο ως τον καθρέπτη τους

και πλήρως αδιανόητο

τους φαίνεται

Να ανάψουν ένα κερί μπροστά στον ήλιο,

Είπε ο άνθρωπος που προχωρούσε πλάγια
Στο κόσμο ενώ άρχισε να σκάβει ένα μεγάλο

βάραθρο

στη μέση της πλατείας

του μελαγχολικού Μύνστερ

Από τη μια πλευρά του βαράθρου ωρμούσαν
Οι καπνοί του Αβαδδών ευαγγελίζοντας την

Νέα Ιερουσαλήμ

Ενώ από την άλλη πλευρά ο Λούθηρος
Τακτοποιούσε σε μικρά σεντουκάκια

Τα παιδικά παιχνίδια του παραδείσου
Κάποτε τα μοίραζε στους τυφλούς

Παρ'όλ'αυτά οι τυφλοί

δεν βλέπαν

το φως τους

Είναι αλήθεια ωστόσο και πως το δικό τους
Σκότος να το δουν δεν το μπορούσαν,

Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να οδηγήσω
Όλους αυτούς τους ανθρώπους, συνέχισε

ο Ιωάννης Μπόκελσον του Λέιντεν,

Μπορώ ωστόσο να τους κατακρημνίσω
Στο ίδιο τους το ζωτικό βάραθρο μπορώ

Να τους αποσπάσω μια υπόσχεση

παρά τη θέλησή τους

Να τους κάνω να περπατήσουν
Όχι ελεύθεροι μα στη προοπτική

ενός λάθους που θα είναι μόνον

δικό τους

Και ίσως τότε καταλάβουν πως η ελευθερία
Δεν είναι το τέλος του δρόμου αλλά

η αρχή κάθε ταραχής

γενομένης στη γη

Προτού οι άνθρωποι γίνουν άνθρωποι
Κι η αχρονία δίχτυ αγριεμένο στον

χρόνο

να αρπάζει τη σταφυλή της γης

Και αντί τον οίνο να εκβάλλει μόνον
Τα λαμπερά καθιζήματα των πόλεων

Μπορεί η Βαβυλών να υψούται μέχρι εκεί
Που μάτι ανθρώπινο μπορεί να δει, όμως

Είναι νόμος ακοίμητος για το κτίσμα των
Κτισμάτων να θέτει ένα καινούργιο όροφο

Μόνον όταν οι από κάτω έχουν χωθεί βαθειά
Στη γη, στα μάτια μου τούτο δεν μπορεί

αλλιώς να οράται

παρά

Ως η πάντοτε ετοιμοπαράδοτη πρώτη σκηνή
Του Μωυσή ενώπιον του ανόμου πλήθους

φυγάδων του παραδείσου

κατοίκων του χρόνου

Έγκλημα πρώτον και τελειότερον,

Είπε ο άνθρωπος που περπατούσε πλάγια
Στο κόσμο ενώ η σαύρα στο κεφάλι του

Είχε γίνει ένας πελώριος σκορπιός που
Κοιτούσε κοροιδευτικά τους τριγύρω

Βουτήξαν και οι δυο μαζί στο βάραθρο
Έως σήμερα ακόμη πέφτουν

πετώντας