Saturday, October 20, 2007

ΕΙΔΩΛΟΓΟΝΙΑ


Τις νύχτες το Μύνστερ έλαμπε με φως
Ανάρμοστο λες και η πολιτεία ζούσε ακόμη

ένα είδος ημέρας

Εκεί στον εξώστη του κόσμου κοιμόταν
Η γυναίκα με τα μαύρα ρούχα και τα

μεγάλα μάτια

Ο ύπνος της ήταν ένας τεράστιος

καθρέπτης

Εντός αυτού τα όνειρα των ανθρώπων
Έπαιρναν μία μορφή υαλώδη μεν

αλλά πλήρως

αναπαραστατική

Και σ' αυτόν τον καθρέπτη ήταν που ξυπνούσε
Αργά αργά το ζωντανό άγαλμα της πλατείας

Και άρπαζε την γυναίκα

και την μετέφερε μίλια μακριά

Από το ένα μάτι στο άλλο της,

Εδώ ακριβώς, της έλεγε, δείχνοντάς της
Την κυκλώπεια εποχή με τους υδραύλους

Να εγείρονται και να χάνονται στον ουρανό
Και τις φλογώδεις στοές να απεργάζονται

Το έδαφος του ορατού, εδώ θα έλθουν όλα
Ξανά στην μνήμη, δεν είναι σε εμφάνιση

Τα υπάρχοντα αλλά τα εναπομείναντα
Δεν υφίσταται ζωή ακόμη αλλά όνειρο

βαρύ

Κι είμαστε οπωσδήποτε το αποτέλεσμα
Πρωτοφανούς ερωτικής παγίδας και

δεν είναι άραγε

Η ίδια η δημιουργία αυτός ο ονειρικός
Καθρέπτης ο γεμάτος είδωλα επιθυμούντα;

Ο απεικονίζων απεικονιζόμενος εστίν
Ότι το είδωλο τούτο τίποτε άλλο πάρεξ

η διψαλέα φωτιά του

ουρανού

που κατατρώγει τις εστίες του ανθρώπου

Και υπάρχει μία μόνον πύλη,συνέχιζε να λέει
Το άγαλμα, ενώ η γυναίκα άρχιζε να σαλεύει

μισοξυπνημένη,

Ο που δεν εισήλθε ευρέθη διαβάς
Ο που εισήλθε είναι ακόμη εκκινών

στην αρχή

να πράττει κοσμογονίες

Κατέληξε, και ευθύς αμέσως η γυναίκα
Αρπάχτηκε απ' τον λαιμό του και τον

τραβούσε πάνω της

Καταμεσής του καθρέπτη και της

νύχτας

Το δε υπέροχο ζωώδες άρπαγμά τους
Δεν φαινόταν σε καμμιά περίπτωση

Να διαταράσσει σημαντικά

το εύθραυστο του καθρέπτη