Wednesday, October 31, 2007

Ο ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ


Στο κρυστάλλινο δάσος έξω από το Μύνστερ
Οι άνθρωποι πηγαίναν και αφήνανε τις

μάσκες τους

στα

δένδρα

Κι αυτές κρεμόνταν σαν καρποί άγνωστοι
Μια κόλασης που ακόμη δεν εισακουγόταν

Ότι το φως στο κόσμο ήταν ισχυρό
Τόσο που δεν επέτρεπε καμμία σκιά

Να φανερώνεται στην όραση αμέσως
Φως που από μόνο του ήταν μια ουράνια

μάσκα

Και οι άνθρωποι το δοξολογούσαν
Κτίζοντας μια κραταιά εποχή

Με μύλους συμπαγείς να πλέκουν
Σάρκινο ιστό και με τους φωσφόρους

κόμβους

να φωτοβολούν

τις έννοιες

Ενώ οι σκαπανείς στεκόνταν στο
Πλατύσκαλο του σώματος ελέγχοντας

την αφή του θεού

Πίσω τους ήταν ένα μεγάλο βάραθρο
Κτισμένο από κόκκινο αδάμαντα

που βόγγαγε το χρόνο

Άνοιγε και έκλεινε με μέτρο

Και μπροστά τους ένα βάραθρο επίσης
Που ανακύκλωνε ξανά και ξανά

τις ανθρώπινες κεφαλές

Σε ελεγχόμενο πολτό γεννήσεων
Και καταδρομή της νέας παρουσίας,

Είμαστε η ζωντανή γέφυρα, διεκήρυτταν,
Η μάστιγα του θεού με την απαλή κίνηση

των χειρών

Ξερριζώσαμε τόσο ανεπαίσθητα αυτό
Το ίδιο το δένδρο της Εδέμ

Και σπείραμε στη θέση του ένα ολόκληρο
Δάσος κρυστάλλινο με καρπούς-μάσκες

μάσκες ανθρώπινες

Ίσως ετούτη η ρέουσα εποχή να μην είναι
Γραπτό ν' αντέξει για πολύ, όμως το φως

αυτό το οφιούχο

δεν θα παρέλθει

Οι μέρες και οι νύχτες θα σβέννυνται
Σε άσκοπη αλληλοδιαδοχή όμως η

δόξα

της εμής γενεάς

Θα είναι ο άσπλαγχνος αφόρητος ήλιος
Των ανθρώπων, κατέληγαν βέβαιοι

Με τα βλέφαρά τους να μην κλείνουν ποτέ
Ότι τα μάτια τους ήταν η πάντοτε ανοιχτή

θύρα του δαίμονα

Και με τα χρυσά βιβλία που κρατούσαν
Μονίμως κλειστά στην αγκαλιά τους

να γίνονται εκ των πραγμάτων

οι κίονες

κάθε εποχής

Όμως ήταν τόσο αργά

Και κανείς δεν μπορούσε να δει τις αφημένες
Ανθρώπινες μάσκες στο δάσος που ήδη

σαλεύαν από μόνες τους

Κι αρχίζαν να συνομιλούν

μεταξύ τους