Wednesday, September 12, 2007

ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ


Είναι οι άνθρωποι οι πρόσφυγες της αλήθειας
Και η επικράτεια της γης το μεσοδιάστημα

ανάμεσα

σε δυο επιθυμίες,

Σκεφτόταν ο Ενδυμίων κοντά στην όχθη
Του ποταμού Ερυσίχθονος στο κέντρο

του βαρέως κόσμου

του βυθιζομένου

Σε μετέωρα έννοιας και καπνούς λέξεων,

Η πρώτη επιθυμία μας απάγει από το κτίσμα
Και μας επιφέρει σε θύελλα μνήμης

ταχέως αναλώσιμης

Ουδέν εκ των πραγμάτων λαμβάνεται
Ουδεμία ανάμνηση παγιώνεται

ώστε η στέψη δεν ετελέσθη

Και η θέα φθίνουσα οράται σαν χρόνος
Και ο συνωστισμός ερημούται

αλήθεια είναι πως

Οι τόσοι περιπλανώμενοι δεν κατέληξαν
Οι τόσοι προορισμοί δεν υπήρξαν

μα ουδέν περαιούται κι όλα μένουν μισά

Σε τόξο κατατονικό ο κύκλος δεν πληρούται
Απ' τον εαυτό του, διέλαθε της προσοχής μας

διέλαθε

Και απ' την αντίπερα όχθη η δεύτερη επιθυμία
Κατά την αυγή με μαχαίρι τυφλό λαξεύει

το σθένος της παιδικότητας

Είμαστε ικανοί να διαγράψουμε τα πάντα
Και να φύγουμε προς τον σκοτεινό ορίζοντα

της ελευθερίας

Σαν μοναχιασμένες φωνές από μακριά
Που αίφνης ξεφύγαν απ' τους κατόχους των

Και χάνονται στην σχισμή του εσπερινού ήλιου
Καθώς αυτός κατέρχεται στο φρέαρ του κόσμου

Μπορούμε βέβαια αν θέλουμε να τηρήσουμε
Τη μεγάλη φυγή στο μένος των οριζόντων

Και μπορούμε ακόμη

Να εφεύρουμε πολλές αφορμές γι' αυτό
Ωστόσο δεν είναι σίγουρο πως επιτέλους

το νέο όνομα

θα αποκτήσουμε

Και στη νέα πόλη των ευλογημένων αγνώστων
Κάποτε να καταφθάσουμε χωρίς αποσκευές

βέβαιο δεν είναι

Πάντα θα μένει ένα φθαρμένο υπόλοιπο
Που θα μας βασανίζει με την ελαχίστη

διακριτική παρουσία του

Πάντα μια χαμηλόφωνη αναφορά
Στο σκοτάδι εν τέλει θα γκρεμίζει

χιλιάδες ήλιους γενεών

απ' το αμέτοχο στερέωμα