Thursday, August 30, 2007

ΡΥΜΟΥΛΚΟ


Στην πόλη το λυκόφως ήταν μόνιμο
Δεν βράδιαζε και δεν ξημέρωνε ποτέ

Κι οι δρόμοι ήτανε πάντα γεμάτοι
Από ανθρώπους ακινητοποιημένους

έξυναν αμήχανα το κεφάλι τους,

Δεν είναι αυτές οι θέσεις μας, έλεγαν
Ταραγμένοι, δεν είναι, ενώ από πάνω τους

Η μηχανή επιθεωρούσε το χώρο
Ουδείς διερωτάτο περί της λειτουργίας

αυτής

Και ουδείς διενοείτο σε τέτοιες συνθήκες
Να πεθάνει, ακίνητοι κρατούσαν την

ανάσα τους,

ερευνούμε το προσδόκιμο επιβίωσης,

ανακοίνωναν,

Και επιθυμούμε το καλύτερο δυνατόν
Εφ όσον παρά τη θέλησή μας

όπως φαίνεται

Και σίγουρα όχι ενάντια στη θέλησή μας
Σ' αυτές τις θέσεις πια εντοπιζόμαστε

Ας προσπαθήσουμε αν μη τι άλλο
Να τις ασφαλίσουμε περισσότερο

πιο σίγουρες

ας τις καταστήσουμε,

Ξάφνου με γυμνά τα χέρια ωρμούσε
Η μηχανή και άρπαζε έναν από τους

συσσωρευμένους

τον πρώτο τυχόντα

Τον έσερνε μέτρα μακριά τον πήγαινε
Παράμερα να τον βγάλει έξω από το

δρόμο,

Στα τσακίδια, φώναζαν με ανεξήγητη
Κακία οι υπόλοιποι, στα τσακίδια και

ακόμα

παραπέρα,

Το θύμα παραδόξως δεν διαμαρτυρόταν
Ήρεμα αφηνότανε στην μεταβίβαση

εξουσιών

προς μιαν αδιευκρίνιστη ακόμα

ανακαίνιση πεπρωμένου

Τα ήδη υπάρχοντα σενάρια ζωής δεν ήταν
Σίγουρο πως ήταν ασφαλή και η όλη

επέμβαση

έμοιαζε να εμφορείται

μάλλον

Από αδικαιολόγητη απουσία εμπάθειας