Tuesday, August 14, 2007

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΙΩΝΟΣ



νύχτα πρώτη ή Brueghel


Έσερναν τις ιστορίες των σωμάτων τους
Σε υαλώδη κόσμο με βαφές νεκρές

Δεν ήρθε ακόμη η φωτιά, μονολογούσαν,
Ας περπατήσουμε ακόμη ώσπου να

συναντήσουμε το μέλλον

Ας περπατήσουμε αργά ότι μπορεί
Να σκοτωθούμε σε τούτο το συνωστισμό

Ας πορευθούμε μ'επιφύλαξη ότι μπορεί
Ν'απωλέσουμε τη ψυχή μας στην έρημο αυτή

Ενώ ολόγυρά τους κόχλαζαν αίμα και σπέρμα

Ο κόσμος άλλαζε αυτοί όχι
Ο κόσμος πέθαινε αυτοί όχι

Ο κόσμος δεν υπήρξε ποτέ

Αυτοί απλά πιστεύαν
Για κάποιο λόγο άγνωστο

Συνέχιζαν να ζουν

Αυτό

Δεν ήταν προφανές ωστόσο


νύχτα δεύτερη ή Mozart

Από τα παράθυρα του πύργου
Έλαμπε η γιορτή

Απ'έξω δεν μπορούσανε να δουν
Ποιοι συμμετείχαν

Μόνο τα φωτισμένα παράθυρα ήταν
Ορατά στο κόσμο - απολύτως τίποτ'άλλο

Κι ακουγόνταν οι εύθυμες δοξαστικές φωνές
Κανείς ωστόσο δεν κατάλαβε ποτέ

Ποιος γιόρταζε και γιατί,
Ο πύργος ήταν από πάντα εκεί

Κανείς ποτέ δεν θέλησε να συμμετάσχει
Κανείς δεν πέρασε το κατώφλι του


νύχτα τρίτη ή Pound

Οι μέρες σας θα σας γλυτώσουν κάποτε
Οι ίδιες θα σας πάνε σώους στους εαυτούς σας

προφήτεψε ο πήλινος βασιλιάς

Στην έρημο μονάχος του
Δεν φαινόταν να τον απασχολεί αυτό

Ήταν φανερό πως απολάμβανε
Ν'ακούει μόνος του τις προφητείες του

Και ακόμα πιο φανερό
Να χτίζει ο ίδιος τους κόσμους εκείνους

Που θα υποδέχονταν αυτές τις προφητείες


Τότε ο Ενδυμίων ξύπνησε και άρχισε
Να μιλάει αργά μέσα στο σπήλαιο

Κανείς δεν τον πρόσεχε

Μόνη της κυκλοφορούσε η ηχώ της φωνής του
Στην βουή της από παλιά αλλόκοτης πόλης