Sunday, February 14, 2016

ΕΓΓΥΤΕΡΑ






Ήταν, ας πούμε, κάτι σαν παράπλευρο
Όραμα στον αιώνα, ο κόσμος σίγουρα

Πήγαινε κατά διαόλου, ήταν λοιπόν μια
Ευκαιρία να θυμηθεί τον θεό που ενείχε

Όμως και ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών
Με το τίποτα που παραμόνευε μ' αρχαίες

σιαγόνες στους αγώνες για το επέκεινα

κάθε έννοιας·

Ήταν τρεις το πρωί, οι σιωπηλοί δρόμοι 
Της πόλης ονειρεύονταν πως ήτανε από

παλιά οι ποταμοί της Γαίας, 

ενώ

Που και που ένα διερχόμενο αυτοκίνητο
Παρήγαγε τόσο μεγάλο θόρυβο ώστε τα

Σύμπαντα δημιουργούντο ξανά από την
Αρχή αλλά μέσ' απ' την ετοιμόγεννη πια

Άσφαλτο και όχι από τους διακριτικούς
Γαλαξίες, εκείνους που διέπλεαν πάντα

στ' ανοιχτά της κοσμικής θλίψης,

Όπως και να 'χει, η πολιτεία κοιμότανε, 
Στην δε όχθη παρακειμένης λεωφόρου

πλατσούριζε τα πόδια της στα νερά 

του ποταμού

μια νέα γυναίκα·

Ήταν υπερβολικά όμορφη παρόλο που
Ενέμενε μονίμως καλυμμένη, μόνον τα 

μάτια της κάποιες λίγες στιγμές

Έλαμπαν σε περιορισμένη ορατότητα 
Ωσεί απεριόριστοι λύχνοι του Χρόνου,

Η φιγούρα της απαλή, η σιωπή της χρυσός,
Οι κινήσεις της ελάχιστες· δεν ημπορούσες 

Να καταλάβεις από πού η τόση ομορφιά, 
Κι από πού το τόσον ξαφνικό σταμάτημα

της νύχτας ενώπιόν της,

Ούτε καν το πρόσωπό της φαινόταν,
Δεν έβλεπες παρά μόνο μια σκιά και

κάποτε 

ούτε και τη σκιά·

Ήταν αδύνατον να μην την ερωτευτείς·